musicpicker.blogspot.com |
1
Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στά-
ζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα
μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις
απλώνει την παλίρροια.
*
2
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο
σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς
αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της
πρωίας.
*
3
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευ-
κοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύον-
ται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυ-
τή δεν έχει τέλος.
*
7
Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι
της σκιάς μου.
*
12
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπει-
τα θάθελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζί σου.
*
15
Ένα κουμπί στο φως, μιά ταραντούλα στο σκο-
τάδι, κι’ ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βρα-
δυάζει.
*
18
Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
*
21
Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο
στόμα.
*
23
Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ
ελεφαντοστού. Μία γυναίκα ανάμεσα σε δύο θυμω-
νιές μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μια
πιστολιά και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδο-
βολητό τους προχωρεί σαν κύμα που περνά επάνω
απ’ όλα.
*
25
Η παρόρμησις είναι μιά συνοχή εαρινών βλυσμά-
των. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα
στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα
υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπο-
ρεί να την αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά
είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.
*
27
Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις
άδειες κάμαρες στάζουν οι σταλακτίται, και, στην σιγή,
μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης εγκα-
ταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει
πικρότατα. Μέσα στα φύλλα μιάς συκιάς αλλάζει
χρώμα ο χαμαιλέων.
*
28
Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη
της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς
και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.
*
30
Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει –
των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.
*
32
Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές
παιδιών, χαρές ανδρών και γυναικών ενώ πλησιάζει
το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χί-
λια αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη
αιμάσσοντα ή δροσερά, ή σαν μαστοί εν εγρηγόρσει,
κ’ αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέ-
ποτε, μα ουδέποτε μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πό-
δια μικρά και μικρά χέρια. Ίσως γι’ αυτό σε αγαπώ
τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο.
*
34
Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πε-
διάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής πα-
ραγωγή των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς
των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται κο-
ρυδαλλοί και όσοι κοιτούν το χάλυβα να λυώνη, μοι-
άζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.
*
35
Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί
αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα, και σχίζουν τον άσπι-
λο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει, με-
σουρανούν οι θρύλοι κ’ η σπίθα αποκαλύπτεται και
λάμπει. Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στην
θέσι της αλέκτωρ αλαλάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου