Κυριακή 27 Απριλίου 2014

[107] Γιώργος Καλοζώης: Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου (1998)

wikimedia.org
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ


Τα χείλη μου είναι
τα σωσίβιά μου
τις αναπάντεχες νύχτες
όταν ακούω τους
τριγμούς του καταστρώματος
η ίσαλος γραμμή
όταν χορεύει δίχως
λόγο
όχι από τρικυμίας
ταρακούνημα όχι από
καθέλκυσης ή εμβολισμού
το ταρακούνημα
όχι επειδή κήτος
τρόπον τινά έπαθε
σκοτοδίνη
όταν λοιπόν ένας
υποθαλάσσιος σεισμός
ανεβοκατεβάζει σα
να ’ναι πάνω σε
τραμπολίνο αυτό το
νεκρό δάσος των ξύλων
κι ένα ρίγος με διαπερνά
και καγκελώνει τις
τρίχες μου και μια
δύσπνοια με καταλαμβάνει
ένα λαχάνιασμα του
μαραθωνοδρόμου που
μπαίνει επιτέλους στο
κατάμεστο στάδιο
κατάμεστος κι αφόρητος
από τον πόθο του
πέφτει μπορεί κι
εντούτοις ξανασηκώνεται
τα χείλη μου είναι
τα σωσίβιά μου
όταν ο πλοίαρχος
διαβάζοντας τον παίρνει
ο ύπνος και το
κερί του πέφτει στο
πάτωμα φλόγα πάνω
στο ξύλο όπως άντρας
πάνω σε γυναίκα
η σειρήνα βουίζει
ο ατμός μέσα από
τις χαλασμένες σωληνώσεις
ξεχύνεται
όταν τα πυροσβεστικά
μέσα δεν αρκούν και
δεν ωφελούν όταν οι
σωσίβιες λέμβοι δεν
μπορούν να σώσουν
τον καθένα πιο σπουδαίο
από τον άλλο
όταν οι φωνές ανακατεύονται
με παραγγέλματα βαρήκοα
και κραυγές
όταν το χριστουγεννιάτικό
μας καράβι
ερεθισμένο απ’ τη φωτιά
αρκετά λάμπει
σαν αστεράκι
τα χείλη
η καβλωμένη γλώσσα μου
τα μόνα σωσίβια
που διαθέτω


* * *


ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ


Από ένα κατάστημα
παιγνιδιών ναύλωσα
κατακόκκινο
μικρό καράβι
με μια μικρή
μπαταρία μπέρεκ
και μια μικρούτσικη
προπέλα που μου
γαργαλάει τα δάχτυλα
μ’ αυτό το πλεούμενο
θα πάω να βρω
εκείνην που αγαπώ
κι ας είναι τα στοιχεία
συμπαθητικά
κι η θάλασσα ελαιόλαδο
κι οι Τούρκοι σκοποί
με τ’ ακούραστα όπλα
ας κοιμηθούν προσωρινά
γιατί εκείνη με περιμένει
κάπου στις Κλαψίδες
εδώ και τόσον άπληστο καιρό
θα με καταλάβει
από τα μάτια που
δεν αλλάζουν ποτέ
θα την αναγνωρίσω
όπως το φίδι
που ξεχωρίζε απ’ όλα
τ’ άλλα το δέντρο του
θα σκύψω και
θα φιλήσω όπως
το ψάρι την τροφή
τους αρμυρούς της
αστραγάλους, και θα
μου πει μα δε
θα μου πει
και θα της διηγηθώ
καθώς ο ήλιος
το μελάτο αυτό αυγό
θα μπαίνει μέσα
από τις ψάθες
ο ένας απέναντι στον
άλλο όπως ο δάσκαλος
κι ο μαθητής
ο ένας δίπλα στον
άλλο όπως η μάνα
με το παιδί
ο ένας πάνω στον άλλο
όπως οι εραστές
φωνήεντα φράσεις
θα της πω
κατασπαραγμένες ειδήσεις
από έναν
κατακερματισμένο κόσμο


* * *


Ο ΡΑΦΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ


Πώς τον ηλεκτροπλήττουν
ακόμη και οι κοινές
χειραψίες τα τυχαία αγγίγματα
μέσ’ στους δημόσιους χώρους
ίσως να του θυμίζουν
το μεταλλωρύχο γυναικολόγο
και τα χτυπήματα της
τσάπας του
που ενώ ήταν αιώνιος κι
αγέννητος ο άθλιος εκείνος
το σκακιστικό ρολόι πάτησε
της αντίστροφης μέτρησης
χαμένος χαμένον θα κερδίζει
από τώρα και στο εξής
Όμως η μοίρα ξέρει
να στήνει και να κουνά
τις ψυχικές αιώρες
να νανουρίζει τους ανείπωτους
πόνους

Έξοχα τώρα ψαλιδίζει
τις παραμορφώσεις
ξέρει καλά να κρύβει
τους λυγισμένους ώμους
τις κοιλιακές φυγές
στήνει εμπρός σ’ ολόσωμους
καθρέφτες τους προσωπικούς
χρόνους των πελατών του
παίζει μ’ αυτούς
τους κανακεύει
με τους σίφωνες των χεριών
τους ζαλίζει
με την ταχύτητα των
δαχτύλων του
τους αποκοιμίζει
είναι γρηγορότερος από
τα δευτερόλεπτα τα λεπτά
και οι ώρες μοιάζουν
κυρτωμένες γριές κάτω
από τις ριπές της
ραπτομηχανής του
κόβει με τη μεγάλη
ψαλίδα κι όταν κάποτε
συλλογάται αφηρημένος
μπορεί να κόψει απρόσεκτα
κάμποσο νέφος
λίγο που προεξέχει στον
ορίζοντα βουνό
χαρίζει την τάξη με
τα σύνεργά του
αγανακτισμένοι γονείς φέρνουν
σ’ αυτόν τα ανυπάκουα
παιδιά τους
τοπογράφοι τον συμβουλεύονται
συγκοινωνιολόγοι για τις
καλύτερες ευθείες
κι αυτός ακούραστα ενσωματώνει
στα σχέδια του τις εξοχές
και τις υπαίθρους
κάποιος του ζήτησε λίγο
βυθό επάνω στο πέτο
ράβει κουμπιά κοχύλια
ψαράδες θέλουν αντί για
τσέπες να τους βάλει δίχτυα
ένας μεγάλος βασιλιάς παράγγειλε
για στέμμα να του φτιάξει
την Κωνσταντινούπολη
τοποθετεί όλους τους πόθους
ακόμη και τις κλίσεις
τις παρεκκλίσεις ορατές μόνο
για εκείνους που ενδιαφέρονται
κι όταν έρχεται η μέρα
να κοινωνήσει ο πελάτης
το ρούχο
αρχίζει μια ιερατική τελετουργία
έρχονται από τα γύρω
μαγαζιά φίλαθλοι του έργου
του πολλοί
κι ο πιο μικρός του βοηθός
τυμπανίζει την επερχόμενη
παρέλαση των ρούχων του
από τα κοστούμια τα
φρεσκοραμμένα ορισμένα
ντροπαλά πεισμώνουν δε
θέλουν να βγουν στη δημόσια
θέα
τα μαλώνει κάποτε ένα
χαστουκάκι είναι απαραίτητο
κατόπιν τα παίρνει ο
ευτυχής πελάτης
ανθρωπινότερος τώρα απ’ ό,τι
ήταν πριν καλοσυνάτος
ο πελάτης αγαπά τον
κόσμον όλον κι ο κόσμος
ο συγκεντρωμένος από πάνω
κι από κάτω κι από παντού
φωνάζει ΑΞΙΟΣ ΑΞΙΟΣ
ο μέτοχος του κόσμου ετούτου
και του άλλου
ο ράφτης δημιουργός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου