www.facebook.com |
[δύο αποσπάσματα]
η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή
σαν ένας πένθιμος βωμός εγκατεστημένος στο δωμάτιο χρόνια
– μία φωτιά
που δεν ζεσταίνει, μόνο φωτίζει
αχνά
μέχρι τις δύο πολυθρόνες και πιο πέρα το ξέστρωτο τραπέζι με
τα ψίχουλα,
και τ’ αποφάγια σωρό (όμως λείπουμε χρόνια) – ξοπίσω τους
απλώνεται
πηχτό κι επίβουλο σκοτάδι
όλο τριξίματα και μία μόνιμη ηχώ από πνιγμένες κραυγές εκεί
που πάτησε η μνήμη
μιλώντας για θαλάμους λαϊκών σανατορίων, Καψαλώνα κι Άι
Γιάννη,
ονειρικούς σιτοβολώνες, εργοστάσια με τα πνευμόνια πίσσα, εκ-
τοπίσεις σε παγωμένα τοπία,
μιλώντας για το πλήθος που κατέβηκε πανικόβλητο τα σκαλιά
διαδηλώνοντας την αγάπη του και δεν ξανανέβηκε
για τη λαχτάρα μας να λατρέψουμε καταποντισμένους θεούς,
ίδιους με τους θλιβερούς εαυτούς μας
– διαφημίσεις
πάγωσε η οθόνη, πάγωσε το διαμέρισμα
σα να ξέχασε κάποιος την πόρτα ενός νεκροθαλάμου ανοιχτή
κι αυτή η χαραμάδα έγινε ένα τείχος που πέφτει
και τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι δραπετεύουν διαμιάς από την
ιστορία
κρατώντας αναμμένα κεριά σα να γυρίζουν απ’ την Ανάσταση
φορώντας ντρίλινα, σαρακοφαγωμένα πουλόβερ, σέρνοντας βια-
στικά ετοιμασμένες βαλίτσες, το κλουβί με το ψόφιο κανα-
ρίνι – σκέφτονται
λεωφόρους στη Σιβηρία με μοναχικά βενζινάδικα την αυγή, κρύο
και ματωμένες σημύδες
το κουδούνισμα του τηλεφώνου που αντήχησε στους τσιμεντένιους
τοίχους του ψυχιατρείου, κανείς δεν το σήκωσε κι έμειναν με
την απορία μήπως τους γύρευε ο Σταυρόγκιν – σκέφτονται
κομματικούς ποδηλάτες να περνούν κάτω απ’ τα κομματικά
παραθυρόφυλλα με τα κατακόκκινα κομματικά τους γεράνια
αποκεφαλισμένες εκκλησιές με τους κωδωνοκρούστες τους απα-
ρηγόρητους
διαγγέλματα στο ραδιόφωνο, αήττητα σοβιέτ, να ξυρίσουν τον
Στάλιν
και τον άνεμο πάντα να σέρνει εφημερίδες του ’36 στον χωμα-
τόδρομο – «όπως τότε»
[...]
– power off
αντί μιας συγγνώμης
σκοτείνιασε το δωμάτιο επαληθεύοντας τη νύχτα που τον κατέχει
αντί πείρας απειθάρχητα γηρατειά, αντί σοφίας οι αλλεπάλλη-
λες σκοτοδίνες της μοναξιάς του
απ’ όπου κάθε λίγο αναδύονται με όλη τη μυθική τους αχλύ
οι άλλοτε ς ιερές Βαβυλώνες του – εκεί είδε
τα λάβαρα απ’ τα μαγιάτικα οδοφράγματα παρατημένα στον
τοίχο, μέχρι κι ο ίσκιος τους είχε σπάσει
συνθήματα γραμμένα πάνω σε άλλα συνθήματα σε παλίμψηστους
τοίχους που μοιάζει να τους βαστούν όρθιους μόνο τα γράμ-
ματα
κι έτσι όταν έχει πανσέληνο απομένουν τα κτήρια σκέτες προ-
σόψεις σαν κινηματογραφικά σκηνικά – κι ακόμα είδε
στις υποτυπώδεις αυλές τους απλωμένα στο σύρμα να στεγνώ-
νουν τα ματωμένα πουκάμισα όμοια με δέρματα ζώων
κι ανάμεσα στις τσουκνίδες με τα σκουπίδια: ένα σκουριασμένο
σφυρί, τον πολύγραφο και σαν πολυκαιρισμένη σκάφη
την ασημέναι λεκάνη των καθαρμών όπου λένε πως έπλυνε μια
φορά κι ο Πιλάτος τα χέρια του
κι αν έμεινε το όνομά του στην Ιστορία ήταν για εκείνη
που αποκηρυγμένη τώρα περιμένει τ’ απόγευμα τα παιδιά
να γίνει στα χέρια τους ένα έστω μικρό αλαλάζον κύμβαλο, ν’
ακουστεί ξανά η φωνή της
«ήξερα μα δεν έκανα τίποτα, εγώ ήξερα», λέξεις-σπόνδυλοι ενός
άγνωστου αγριμιού
που τη ραχοκοκαλιά του μασουλάνε βαριεστημένοι οι σκύλοι έξω
από τ’ αρχαϊκά σφαγεία του Γυθείου
την ώρα που μ’ επιδέσμους η νύχτα τον τυλίγει με τις αρρώστειες
της, εκείνος
τρέχει σε δολερά μονοπάτια, κρατώντας με αγωνία τον πυρσό
για ν’ ανάψει την τηλεόραση
να φύγουν οι δράκοι με τα γλοιώδη λέπια τους, να φύγουν
γιατί ποτέ τους δεν υπήρξαν εντελώς αμερόληπτοι μαζί του
[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου