Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

[138] Λευτέρης Πούλιος: Ενάντια (Κέδρος, 1983)


www.dedalus.gr
Άδεια ζωή
μανιώδης κερδοσκοπία
συφιλιδική τέχνη
παγωμένη διανόηση
η τρέλα γνέφει στον καθένα
μ’ ένα κλωνάρι θανάτου
και κανένας μεθυσμένος που να μπορεί
να δραπετεύσει απ’ την Αθήνα
στον κόσμο της ποίησης


* * *


Παράμερο κόκκινο σήμα μπορντέλου
και φαγωμένα σκαλιά
απρόσιτη εκκλησιά
όπου ο Θεός ο επικηρυγμένος μπαίνει το βράδυ
μαστούρης
και φεύγει το χάραμα βιαστικός
να ξεμαλλιάσει το φως της αυγής


* * *


Μουσκεμένο όμποε ένα λυπητερό σκοπό
αρχινά στη μνήμη
κι όλα γκρεμίζονται με πάταγο στο κενό
Εδώ που μπορώ και μένω χτισμένος, μόνος

Θεά εσύ
ύψωσέ με μέχρι τον εαυτό μου
παράδωσέ με στα ενδεχόμενα εκείνα
που δεν τολμούσα ν’ αντιμετωπίσω
 

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

[137] Γιάννης Πομώνης: Θανάτου ελαύνοντος (Ααγής, 1993)


www.iskiosiskiou.com
ΣΥΜΒΑΝ


Το βίο του
θέλησε να διηγηθεί
με συντομία και
λιτότητα.

Οι λέξεις
τρύπιες δεκάρες
έπεσαν κάτω
μ’ εκείνον τον κρωγμό
το φέρετρο που κάνει
σαν από χέρια αδέξια
βρίσκει στα πλαϊνά.


* * *


ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ


Πάνω σε πλάτες κουρασμένες
πέφτει το δείλι
μ’ εκείνο του παραπόνου
το χρώμα:
ήρεμο τέλος ενός τσιγάρου
που σβήνει διακριτικά
καθώς τελειώνει ο προορισμός του.


* * *


ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ


Είναι όλα προσεχτικά φυλαγμένα
στη στεναχώρια των τοίχων
στο κιτρίνισμα των μαχαιροπήρουνων,
στου χαλιού την έξαψη.
Και ’κείνος
από κάματρη σε κάμαρη
διαρκώς να περιφέρεται
τ’ αγαθά φυλάγοντας.

Έχει μιαν αρμονία
τούτη η ζωή
που τώρα πια
μόνον αυτός γνωρίζει.

Κάτω από τοίχους ψηλούς
κι αγαπημένους
περιστροφή και προστασία.
Μένει των λοιπών αδιάφορος
κρατώντας όσο ποτέ επίκαιρη
τη γνώμη των νεκρών·
τι κι αν απερίσκεπτα
τόσο τον κατηγορούν;
 

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

[136] Βασίλης Στεριάδης: Ντικ ο χλομός (Κέδρος, 1976)


www.poiein.gr
[από την ενότητα «ΝΤΙΚ Ο ΧΛΟΜΟΣ»]


ΝΤΙΚ Ο ΧΛΟΜΟΣ


Ποιος πηγαίνει στο σύννεφο; Πάντως
κάποιος πηγαίνει.
Οι μαργαρίτες ίσως
και η Ανάσταση ή
ο φίλος μου Τάσος, και φωνάζει
ουρανέ, γιατί πέθανα;
Ουρανέ, είσαι τρύπιος και βρέχεις καρέκλες
ουρανέ, είσαι από σάλιο.

Αν δεν ήσουν ωραία
δεν θα ήσουν ούτε ανάσκελα
θα ήσουν μάλλον η μία από τις εκατό καρέκλες
στον ουρανό.
Και ο αγαπημένος σου θα ήταν
μια επαρχιακή μπανάνα, σαν τον Ντικ
Μαλόου.

Αγαπητέ μου Ντικ,
από τις βόρειες επαρχίες
είσαι ψηλός και Αντρέας και αρχίζεις από μ.
Τώρα είσαι ψόφιος ή κοιμάσαι;
Μονάχα μην πεθάνης στ’ αλήθεια, φίλε μου
και την πατήσης σαν εμένα.

Δεν είσαι εν τάξει, ουρανέ μου.
Γιατί σε θέλω με εκατό γαλάζια συκώτια,
αλλά μάλλον σε θέλω για μεγάλες δουλειές
ή για θάνατο.

Αγαπητέ μου Ντικ, όταν πεθάνης
να μου φέρης το φιλμ η νύφη περπατάει
με τα κόκκινα.
Ακόμα φέρε και κανένα κορίτσι
μου αρέσουν οι λιγνές
φερ’ ειπείν η Κάτια σου.

Είσαι ψηλός λίγο ασχημάντρας
αλλά είσαι και ωραίος ανάμεσα στα κορίτσια.
Μου αρέσει που είσαι ασχημάντρας
δικηγόρε - αθλητή μου
και πελάτης του θανάτου.

Θα κάνης μία δυνατή βουτιά
και θα ξαναβρής τα φτερωτά μυρμήγκια
που τα κουβαλάς στο στομάχι σου
ονομαζόμενος Ταξιάρχης Μιχαήλ στον αιώνα.

Δεν είσαι εν τάξει, ουρανέ μου
να μου φέρης αμέσως τον Ντικ
και μερικούς άλλους ψηλούς
να κάνουμε ομάδα.

Αγαπητέ μου Ντικ, από πότε κουφάθηκες;
Σε ζητάει ο ουρανός για να γίνουμε έντεκα.
Να πεθάνης αμέσως ηλίθιε,
σου μιλάει ο Τάσος.
Να ψοφήσης κι αλλιώς δεν είσαι φίλος.

Πώς να σε πάρω από το γήπεδο;
Να σου στείλω καλύτερα ένα ταξί
να σου ρίξω μία σκάλα
μία βόμβα στ’ αυτιά σου να ξεβουλώσουν.

Να σου ρίξω ρετσίνι στα μάτια;

Αγαπητέ μου Τάσο,
για να πεθάνω και να ’ρθω αποκλείεται
δεν μ’ αφήνει η Κάτια.
Αλλά η Κάτια είναι τρύπια και λιγάκι τρελή
όπως πέφτει από τα σύννεφα
στο κουτί με τα κουφέτα.

Εσύ είσαι πεθαμένος και μπορείς και γράφεις
τρελός όμως δεν είσαι
οι πεθαμένοι δεν τρελαίνονται ποτέ
είπε κάποιος πεθαμένος
έχουν μια γλύκα στ’ αυτιά, μία ώθηση από μέσα
μια γραφομηχανή.
Έχεις εκείνο το χρυσό συναίσθημα
από το φλερτ της υδρογείου.

Είσαι άδειος σαν τον νοικοκύρη σου
το γαλανό νεροχύτη – τι απέγιναν
τα παλιά σου φλερτάκια, δεσποινίς ουρανέ;

Αυτό το καλοκαίρι
έχει μια αγάπη για σένα,
δια παντόςαγαπημένος στα σκοτάδια,
λυρική νύχτα με φρούτα στον κόσμο
και υγραέριο φως.

Να μου ρίξης, αν θες, ένα γήπεδο
να μου ρίξης τ’ άντερά σου
να μου ρίξης καλύτερα ένα ολόκληρο τραίνο
για την περίοδο της μη στενοχώριας.
 

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

[135] Σωκράτης Τ. Αντωνιάδης: Ανώνυμη άνοιξη (2014)


larnacainhistory.wordpress.com
ΤΟ ΤΡΕΝΟ

                                                        Στον Κυριάκο

Το παιδί
με το κοντό αλατζένιο παντελονάκι
κοίταζε το τρένο που το κυνηγούσε
με το βαρύ ρουθούνισμα
και τη μαύρη χαίτη να ταξιδεύει στον άνεμο.
Ναρκοθετούσε τις ράγες
με φλούδες πορτοκάλι και μικρά χαλίκια
θέλοντας να εκτροχιάσει τον φόβο.

Παλικάρι τώρα
κάθε βράδυ ρίχνει το κορμί του στις ράγες
γυμνό από αυταπάτες και όνειρα
φλεγόμενο σαν καιόμενη βάτος
ρόδι που σπάει και απλώνεται
και επιτέλους
εκτροχιάζει τον δράκοντα.


* * *


Ο ΚΥΚΛΟΣ


Κάθε βράδυ στη γωνία της πόλης
μαζεύονται τα παιδιά που μίλησαν με τη σιωπή
και αφουγκράστηκαν την ηχώ.
Ανάβουν τη φωτιά τους για να διώχνουν τους λύκους.
Στις παλάμες τους – ίδια τετράδεα –
καταγράφουν τα πεπραγμένα
τη σοδειά
και τις απώλειες.
Πριν φύγουν αφήνουν στον τοίχο το αποτύπωμά τους:
ένα καράβι με λευκά πανιά και τον αγριεμένο καπετάνιο.
Όταν η σύναξη τελειώσει
το φεγγάρι απλώνει τις σκιές τους
πέπλα που σκεπάζουν την πόλη.

Το πρωί οι οδοκαθαριστές
μαζεύουν τ’ αποκαΐδια απ’ τη βραδινή ανθρακιά
καθαρίζουν τον τοίχο απ’ το καράβι
και τον αγριεμένο καπετάνιο
η πόλη γλιστράει ξανά στις πολυσύχναστες λεωφόρους
η προκυμαία δροσίζει τη χαύνωση
ο λαός ραίνει με ροδοπέταλα τους άρχοντες
ενώ οι λύκοι που καραδοκούν στους λόφους
επανακάμπτουν.

Μέχρι που να ’ρθει η νύχτα ν’ ανάψουν τη φωτιά τους
τα παιδιά που μίλησαν με τη σιωπή
και αφουγκράστηκαν την ηχώ.


* * *


ΤΑ ΚΕΝΑ ΕΜΒΑΔΑ


Είναι τα σπίτια που δεν θα ξαναζήσουμε
όπου χαράσσονται μέσα μας
τα κενά εμβαδά τους.
Τη θέση τους παίρνουν
χώροι στάθμευσης κατειλημμένοι
βαβυλώνιες πολυκατοικίες
ανίδεες για την ευλογία του γιασεμιού
στην ολονύχτια αγρύπνια του καλοκαιριού.

Στα χαρτιά του Δήμου σημειώνονται
τα τελευταία απομεινάρια τους:
ονόματα δρόμων και αριθμοί
που κι αυτά θα χαθούν
στο αναπότρεπτο που βιάζει
στην πόλη που βιάζεται
στον θάνατο που απαλλοτριώνει
τελεσίδικα τα κενά εμβαδά.
 

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

[134] Φάνης Μούλιος: Η πίκρα της πέτρας (Ίβυκος, 2001)


www.papasotiriou.gr
[από την ενότητα «Η ΠΙΚΡΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ»]


ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ


Έχω ένα μικρό σπίτι
φυλαγμένο στην εξοχή.
Λευκό και κάτασπρο σπίτι,
με κόκκινα κεραμίδια
και πράσινες πόρτες.
Μα, όταν το πλησιάζω,
αλλάζει χρώμα,
οι πόρτες χλωμιάζουν
και τα παράθυρα αρνούνται ν’ ανοίξουν
και σφαλίζουν.
Κάτι μου κρύβει
κι όλο σκέφτομαι
αυτό το σπίτι.
 

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

[133] Τζένη Μαστοράκη: Διόδια (Κέδρος, 1972)


www.poiein.gr
[από την ενότητα «ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ»]


Ήθελα να σου πω το τραγούδι
του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας
γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη
πριν απ’ τους Εβδομήντα.
Για τα ελάφια που γυρεύανε
νερό στο βενζινάδικο
και το Χριστό που δούλευε μικρός
σε συνεργείο αυτοκινήτων.
Τότε ένα γράμμα
γεμάτο κατάγματα
ήρθε από πολύ μακριά
και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.


*


Ο Δούρειος Ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε πάντα ελαφριά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα παρκ.


*


Δραπετεύω μέσ’ απ’ τις λέξεις
που δεν είπα.
Εγκαταλείπομαι
στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα.
Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.
Τρομάζω να περιμένω
αυτό που δε θα ’ρθει.
Τρομάζω στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψα.
Αυτή η σιγή
απόλυτα δική μου
με κατακερματίζει.


*


Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
Τις μέρες τους
καταχωρημένες σε δελτία τροφίμων.
Ένα καρφί στον τοίχο
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
– τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσικλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.


*


Η μέρα που ’φυγε
σ’ αφήνει ένα κέρμα τηλεφώνου
δίχως να ξέρεις ποιον να πάρεις
και να του πεις
πως έξω η δύση μοιράζει προκηρύξεις
στους ανεμοδείχτες.
Σ’ αφήνει ένα μικρό χαρτί
σε μια κλειστή παλάμη
μ’ ένα μολωπισμένο μήνυμα.
Μένεις λοιπόν με το κέρμα στη χούφτα
και το κοιτάς, που έχει από τη μια
ένα τραχύ προφίλ της Δικαιοσύνης
και το κηρύκειο του Ερμή στην άλλη
σύμβολα που δεν το μπορείς
όσο κι αν θες
να τα εξηγήσεις.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

[132] Ανθή Μαρωνίτου: Ο ρυθμός ζεστός (Άγρα, 2000)


www.enterid.gr
ΜΑΡΟΚΟ

Ι


Χάλινες τρομπέτες στη δύση
και η τρεμάμενη αχλή του μεσημεριού
σηκώνεται
Προβάλλουν τώρα τα τείχη της άμμου
με χάρη σχεδιασμένα
λάμψεις από έβενο και κεχριμπάρι
τόπια ύφασμα μες στο σαφράνι ξεπλυμένα
καλάθια με βότανα και μυρωδιές
ενός έργου που τώρα ξεκινάει
Τιτιβίζουν με γέλια μελαψά τα πόδια
που μπερδεύονται στο άσπρο ρούχο
Διαθλασμένο το σώμα αργά ξυπνάει
με τη δροσιά του φοίνικα
ψηλά.


ΙΙ

Σε σχήμα έλλειψης ταξιδεύει τώρα
στην ησυχία του αναπόφευκτου
Κάποιες νύχτες μόνο
η τροχιά του σε φως γλιστράει
όταν με νοτισμένα φιλιά
αέρας ψιθυρίζει
Ελσαουίρα.


* * *


ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ


Στρίβουν τα μαλλιά της στη γωνία
περπατώντας βιαστικά με τα μικρά της πόδια
Ή πάλι, αργά
να σκέφτεται το θάνατο μέσα στη μουσική
Στους δύσκολους καιρούς σκύβει στο άρωμα
παλιάς γραφής
ασκείται στην καλλιγραφία ή
δίνει παραστάσεις για το γέλιο
και την υπομονή
Υποκλίνεται μετά μ’ ένα γαλαζωπό βιολί
στα χείλη
Γέρνει η κρυφή της δύναμη.

Οι μουσικοί είναι τυφλοί
ακόμα κι όταν γράφουν μια θάλασσα
το χέρι τους ματώνει.


* * *


Ο ΣΤΟΧΟΣ

Ι

Τα δόντια καλά σφιγμένα
σε τόξο έτοιμο να λυθεί
και η γλώσσα εκσφενδονίζεται.


ΙΙ

Από τον τρόπο που έπλεκε το ψέμα της
σε ηδονικό καμβά
είχει όλο το χρόνο δικό της
Ν’ ασκήσει τα χέρια της στον πνιγμό
δίχως φωνές.
 

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

[131] Πίτσα Γαλάζη: Στα περιθώρια των καιρών (Φέξης, 1968)


[από την ενότητα «ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΙ», απόσπασμα]


ΙΧ


Οι ακτινογραφίες
είναι πάντα θολές
κάτι μεταξύ υγείας, θανάτου και αρρώστιας μεγάλης.
Βογγητά στους άσπρους θαλάμους,
ήλιος στο προαύλιο
– δεν λείπουνε κι οι υποβολείς –
Μικραίνεις τα βήματά σου,
πας σημειωτόν.
Ξαφνικά παίρνεις μια σημαία
και λες πως σε τούτη τη σύγχιση
υπάρχει ακόμα μια τάση
να ελπίσουμε.


*


Χ


Δεν τους εγκαταλείψαμε.
Μείναμε μέχρι και την κηδεία.
Ύστερα βγήκαμε
στους κεντρικούς φωταγωγημένους δρόμους.
Ένα κορίτσι στο τελευταίο πάτωμα
κοιτούσε ακόμα τ’ άστρα.
Ένα παιδί συλλάβιζε
τ’ αυριανό του μάθημα
μπρος τ’ άσπρο τραπεζομάντηλο.
Κάπου κάπου
διέκοπτε να τραγουδήσει.
Οι κουρασμένοι ονειρεύονταν.
Τα χέρια μου
γυμνά με σημάδια
από κείνες τις μέρες των συρματοπλεγμάτων
που ακόμα περίμενα.


*


ΧΙ


Τα μαλλιά των νεκρών
γίναν χορτάρι.
Τούτη την άνοιξη
να ζητάνε δικαίωση.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

[130] Γιάννης Βαρβέρης: Ο άνθρωπος μόνος (Κέδρος, 2009)


camerastyloonline.wordpress.com
ΙΩΣΗΦ


«Τα μεγάλα να φοβάσαι, ω ψυχή»·

γιατί
θα ’ταν για μένα μια ήσυχη, άσημη ζωή
αν έχτιζα σαν ξυλουργός
μιαν οικογένεια του καιρού μου
κάποτε να χαρούν οι κόποι μου
παιδιά κι εγγόνια
κι αυτά με τη σειρά τους
την τίμια λήθη του θανάτου μου.

Όμως αλίμονο
μνήμη κομπάρσου στο θείο θαύμα
κοντά σε μια γυναίκα
που ποτέ της δεν
ερήμην μου κι ερήμην της κατέληξα
θύμα θολό, μάρτυς αμήχανος
ανάμεσα στην ύψιστη τιμή
και στη βαρύτερη ανδρική ταπείνωση.


* * *


ΑΣΩΤΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ, 3


Συγγνώμη μπορεί να ’ν’ κι ο χωματόδρομος
που ο γονιός με οδύνη στρώνει στο παιδί του.
Περπάτησε λοιπόν ανάμεσα στις πέτρες
και μη σκεφτείς επιστροφή.
Έχω για μόνη μου παρηγοριά τον αδελφό σου
λειψή κι αυτήν
αφού ποτέ δεν αντιμίλησε το ανάστημά του
διακινδυνεύοντας τη σιγουριά της πατρικής εστίας.
Αν σφάξω μόσχο
κρυφά θα τόνε σφάξω μοναχός τη νύχτα
και μοναχά για σένα.
Δυο ποτηράκια με κρασί θα βάλω
ένα για μένα κι ένα απέναντί μου
και στην υγειά θα πιω της ασωτείας.
Μια θα ’ν’ η ευχή μου:
όρθιος μακριά μας πια να ζήσεις
όπως θέλησες
με τη βοήθεια του Θεού
κι αν το μπορείς
χωρίς αυτήν
παιδί μου.


* * *


ΓΟΛΓΟΘΑΣ


Εδώ απ’ το ίσιωμα
σας βλέπουμε και σας πονάμε
χρόνια και χρόνια ν’ ανεβαίνετε.
Κι όσο ανεβαίνετε
τόσο από το σταυρό
η απόστασή σας μεγαλώνει
μα κι η χαρά
για την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.

Εκεί απ’ την ανηφόρα
ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε
που ανεβαίνουμε
σχεδόν γενναίοι
στο πιο απόκρημνο ίσιωμα
δίχως σταυρό
και δίχως λόφο.


* * *


ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ, 2


Προτιμώ έτσι·
από τον δεύτερο όροφονα βλέπω μόνο τους απέναντι
ν’ ακούω μόνο θορύβους
των ανθρώπων.

Χωρίς προνομιούχο δυνατότητα
χωρίς από το ρετιρέ μου να μπορώ
Ακρόπολη, Αίγινα, Θησείο ν’ ατενίζω
ήδη εκτρέφω μια υστερόβουλη ολιγάρκεια.

Σαν η ψυχή, υπόθεση τελειωμένη κι αιώνια
αναληφθεί καθώς λένε
απ’ την ταράτσα και πιο πάνω ακόμα
θα μεταμορφώσω
την τωρινή φαντασίωση
σε υπέροχη πραγματικότητα.
 

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

[129] Ευτυχία Παναγιώτου: Μαύρη Μωραλίνα (Κέδρος, 2010)


www.tospirto.com
Η ΜΑΡΚ ΡΟΘΚΟ ΒΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΠΙΝΑΚΑ ΜΠΛΕ


χάραξα σ’ ένα φύλλο «αγαπώ»
γυμνή πάντα, μια μοναχή η λέξη
«τώρα θα ζήσω», είπα
με μέλλον εύθραυστο, επίφοβο
«μαμά», ψέλλισα, «είσαι στ’ αλήθεια εσύ;»
πορτρέτο ο πόθος στο προσκέφαλο
με στόμα σκύλας έσκουζα στην άδεια κλινική
σπαταλημένα τα φωνήεντα, ηχώ της οχληρή
είπα τις σκιές, είπα τους ανθρώπους – φοβάμαι.
τίμιο, τρομακτικό· μα μια παραδοχή
πλασμένη από πατέρα είμαι, από γιατρό και από ψάλτη.

κούκλα γενναία, βαστάει κάποιον ανδρισμό.
το χέρι που την περιτύλιγε, το χέρι που την έπνιγε
είχα κάτι αλλόκοτο, δέρμα πλαστικό.
ο ουρανός λοιπόν·
ο ουρανός είναι μαβής, κι εγώ τον μελετώ.
μέσα της κλαίει σαβανωμένο ένα μωρό μικρό

τούτο ήταν το πρόσωπο,
τούτα ήταν τα στήθια και τούτη η κοιλιά.
τοτέμ τοτέμ τοτεμισμός
χρυσό το σώμα βάφω, μες στα κόκαλά του κολυμπώ.
της αγάπης τα χρώματα τρίζουν
ένας κλόουν δεν ανήκει εδώ
πετάει τις ζωγραφιές μου μες στον πιτσιλισμένο του ωκεανό.

όλες του κόσμου οι αγιογραφίες
και του ανθρώπου όλες οι ευεργεσίες,
φύλλα που ταξιδεύουν στον μπλε ουρανό

κι εγώ να χασκογελώ.


* * *


ΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ


για κείνη τη μέρα ζω
του φρενοκομείου.
για τη γιορτή του κόσμου,
που όλοι στα σπίτια θα κλειστούν, οι γυναίκες θα κόβουν
τα μαλλιά τους, οι άντρες με ματωμένες μύτες θα κλαίνε,
το ρεύμα θα χαθεί, και το νερό, στην αρχή θα ’ναι
μόνο σκόνη, και μια καρδιά στραβοσκοπίου
να ρυθμίζει τους τόνους του φωτός, σε θάλαμο παγωμένο
θα ’ναι όλοι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν κατά
της επανάστασης, και θα θρηνούν αλήθειες τρόμο τρέμοντας,
κι ένα μάτι θα ’ναι μες στ’ αστραφτερά τους δόντια
και γλώσσα κοφτερή πολύ πυο θα εκστομίζει κορακίστικα
de rerum natura / de nature deorum                 ναρκωμένη
κάπως έτσι θα συσπώνται, έτσι θα σφαδάζουν ώσπου
να τους βγει η ψυχή, θα βγει αυτή κυρία και η μέρα θα ’ναι
εξαίσια εορτή – απάτριδα γιορτή της εορτής – ενώ εγώ,
μ’ ένα κομμάτι κρύσταλλο στον νέο κόσμο των κατόπτρων,
την ανεξαρτησία θα ζω (όλοι ίδιοι είμαστε – ίσοι και
νεκροί – μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία),
δηλαδή εγώ, του φρενοβλαβείου, ούτως ή άλλως εγώ,
και δίσχως εξιτήριο, στο σχήμα των πουλιών θα ζω,
κανονικά ζω
και ξαναζώ τη μέρα.