Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

[189] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (5/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΤΟΠΙΑ»]


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΝΑΒΟΝΑ


Τί να ζητά τούτος ο λερός νέος
ο θαυματοποιός της πλατείας
που φτύνει τη φωτιά στον αέρα
κι ύστερα δροσίζει τα χείλη του
με το νερό που του πασσάρει
η χθόνια παχουλή συντρόφισσα;

Τί να ζητά τούτος ο νέος
και τί ζητώ κι εγώ
έτοιμος να τον αποθανατίσω
ψαύοντας κιόλας τη μηχανή
στο σακίδιο,
τάλαντο της εφήμερης
στιγμής
κόμπο στην ανεμόσκαλα
του χρόνου;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τ’ αστέρια είναι πολύ μακριά
μας το βεβαίωσαν κι οι αστρονόμοι
τα ζώδια σελαγίζουν πάνω μας
ρυθμίζοντας κρυφά
την ύπαρξή μας.

                                                       Ρώμη, 1979


* * *


ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ


Μεσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα
του σπιτιού
ρέει η σιωπή
σαν το μέλι
στις δίπλες.
Τούτο το σπίτι
δεν ανέχεται τους τρόπους
μιας λαίμαργης φαντασίας
εμέσσει τις προσθήκες
ο πανοσιολογιώτατος
προθάλαμος
λέει κουβέντες
με το κομπολόι
οι πολυθρόνες
είναι για να κάθεσαι
το δάπεδο πατάς μαζί
και το κοιμάσαι
στον ουρανίσκο
της οροφής
αρθρώνεις μυστικά
τα λόγια σου
έξω περνά
και χάνεται
ο κονίσαλος
του χρόνου.


* * *


ΤΑ ΟΙΚΕΙΑ


Τη μαύρη κουνιστή
πολυθρόνα
στο ψηλό και στενό
δώμα
στομωμένες εικόνες
στους τοίχους
δίσκους
τριαντατριών στροφών
εύηχους
πράγματα πού ’χουν
αποστηθίσει
το ’να τα’ άλλο
πάνω απ’ τον θόρυβο
δώθε απ’ το σάλο.

Όλα τούτα τα ξέρεις
κι ακόμη τα φώτα
πάνω απ’ την πόλη
που ανάβουνε πρώτα
τα ίδια πάντα
στην ουρά της μέρας —
ανοίγεις το παραθυράκι
μπαίνει αγέρας.

                                                 Τορόντο, 1975


* * *


ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ



Μες’ στην υπόγεια την ταβέρνα…

Όχι, δεν ειν’ υπόγειο
κι ούτε σερβίρουν
λαδερά
το κλαυθμηρό μπουζούκι
σμίγει τους τόνους του
με την κιθάρα
το πιάνο πάει κι έρχεται
σε τολμηρές ακροβασίες
και χύνεται
νοσταλγικό
τραγούδι
τρέμουν τα δάχτυλα
στο κύπελο
τρέμουν οι ήχοι
στον πυκνόν αγέρα.

Στην κάμαρα του βάθους
(να ’ναι το πίσω
ή το μπροστά του αλόγου;)
ψήνεται μυρωδάτος
καφές
τυρόπιτες προσμένουν
την σειρά τους
δίπλα από τα γλυκά
ταψιού
και μέσα στ' άλλα
τα βιταμινούχα
καμαρωτή
κι η «ματωμένη Ελένη».

Όχι, δεν χρειάζεται κρασί
για να μεθύσεις
η μέθη αιωρείται
στην ατμόσφαιρα
μαζί με των τσιγάρων
τους καπνούς
χωνεύει στις κλειδώσεις
τα μυστικά κοιλώματα
του σώματος
μερώνει τις ψυχές.

Ο Ίππος χρεμετίζει
ηδονικά
μέσα στα τείχη
της καινούριας Τροίας.
 

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

[188] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (4/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΣΤΑΣΙΜΑ»]


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩ


Οι εκκλησιές του Άθω
αυτά τα καθολικά
με τον διακοσμητικό τους
φόρτο
κιβωτοί
όπου λαχανιασμένα
σωρεύουνε οι μοναχοί
όσα τους στέρησε
ο κατακλυσμός
της παραίτησης.


* * *


ΠΡΟΣ ΔΑΦΝΗΝ


Κάθομαι ν’ ανασάνω στους κορμούς
Μ’ αγνάντια μου τις Καρυές
ενώ πιο πάνω τετιγίζει
ηλεκτρικό τρυπάνι.

Τσιγάρα κι αναπτήρας!
Κάποιος τα ξέχασε
ή νά ’ναι ο δάκτυλος
του Άη Φανουρίου;

Ας πάρω ένα
ρίχνοντας συνάμα στο χαρτί
σκέψεις που πρόκειται
να χάσω στ’ αεροπλάνο.
Κάποιες τους, όμως,
Θ’ αναστούν με τον καιρό
σαν τον Λάζαρο
μισοπαράλυτες
στο θάμβος τους.
 

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

[187] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (3/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΙΔΕΟΛΗΠΤΑ»]


Η ΖΩΗ


Η ζωή μας λέει τον καφέ
παίζει τα τέρμινα
σαν βότσαλα
αλλάζει αδιάκοπα
περούκα
είναι μια λύπη
η ζωή
και μια χαρά
σαρανταποδαρούσα.


* * *


ΛΙΘΟΒΟΛΙΑ


Αυτός εδώ λιθοβολεί
κι αυτός εκεί
λιθοβολείται
ο άλλος πάλι
κάθεται
μετράει
τις πέτρες.


* * *


ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ


Στην τρέλα της αλλαγής
νοσταλγούμε το «Εν»
του Παρμενίδη
γλυκά βουλιάζουμε
στην πολυθρόνα της σιωπής
πλάι στο πιστό ρολόι
γράφοντας
τον ίδιο πάντα κύκλο.

Τα πεθαμένα μάτια
του ψαριού
θύματα του χλωρίου
μας ατενίζουν ήσυχα
πέρα απ' την όραση
κι ο πεθαμένος σκύλος
του Σικελιανού
δείχνει στον ήλιο
στίλβουσες
τις οδοντοστοιχίες.


* * *


ΤΟΥΤΗ ΚΙ Η ΧΑΡΗ


Οι καρποί που τινάζουμε
από πάνω μας
εντολοδόχοι αυτοί
μιας μοίρας που μας ξεπερνά
συνεχίζουν την αδιάσπαστη
αλυσίδα.

Σκέφτομαι τον «μυθικό»
(πέθανε πριν να γεννηθώ)
παππού μου
και τον γεννήτορά μου
προδομένους απ’ τον χρόνο
πιασμένους στο δίχτυ
του χώματος.

Σ’ αυτά μπερδεύεται η σκέψη
με την επιμονή ενστίκτου
ενώ πλέουν τα πράγματα
γύρω μας
δορυφόροι ζωής
που μας ξεπερνά.
Μέσα τους σβήνουμε
το τσιγάρο του εγώ
κι η στάχτη που διαλύεται
πιστοποιεί την θεμελιώδη
ενότητα μας.

Τούτη κι η χάρη.


* * *


ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ


Όταν ζουλάς το μπαλόνι
προκαλείς τον αγέρα
θα σου φυσήξει
καταπρόσωπο
το μένος του.


* * *


ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ

                                            Στον Εντ

Ασύλητος ο Τάφος και βασιλικός
περιέχει, ωστόσο, σκοτεινές
γραφές σαν σε παπύρους
που γυρεύουν να γυρίσουν
στο φυτό.

Τον τάφο θα δεις καλύτερα
από πάνω πέφτοντας
σαν αλεξιπτωτιστής
μαλακά ή κάλλιο σταλακτίτης
που παίζει ερωτικά
με τη βαρύτητα.

Μέσα από τα θαμπά κτερίσματα
ιερογλυφικά χαμένου κόσμου
διακρίνεις
σαν συνηθίσουν τα μάτια σου
στο σκοτάδι
τον σταλαγμίτη
που σε περιμένει
υπομονετικά
εδώ κι αιώνες.
 

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

[186] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (2/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ»]


ΟΙ ΛΑΒΙΔΕΣ


Λαβίδες καιροφυλακτούν
παντού
κινούμενες από ’να αόρατο
χέρι.
Στίλβεις
τις επιφάνειές σου
να μη σε πιάσουν
να γλυστρήσεις
μα να που σε γραπώνουν
δυνατά
και σε κρατούν
μετέωρο
με τα πόδια να παίζουν
στο κενό
σα δαγκάνες
αιχμάλωτου
κάβουρα.


* * *


[από την ενότητα «ΤΑ ΤΕΡΠΝΑ»]


ΜΙΝΩΙΚΟ, II


Στα γράμματά σου
μοσχοκάρφια της απουσίας
θ’ αποκριθώ
μονάχα με στίχους
που δε θα σου στείλω
αφού θα ’ναι γραμμένοι
μινωικά.

Όχι εσύ
μα κάποιοι αρχαιοδίφες
κάποτε ίσως
τους αποκρυπτογραφήσουν.

Τώρα ο λόγος
σαν να περισσεύει.
Συ μου πετάς μοσχοκάρφια
κι εγώ παλαιώνω
τα δροσερά μου
επιφωνήματα.

Ο κύκλος θα πρέπει
να κλείνει
κάπου αλλού.



Βλ. επίσης παλαιότερη ανάρτηση: [12] Γιώργος Δανιήλ: Τα αδιέξοδα και Τα τερπνά (Εγνατία, 1980)

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

[185] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (1/6)


[από την ενότητα «ΠΟΙΗΤΙΚΗ Ι»]


Ο,ΤΙ ΠΕΡΑΣΕ


Ό,τι πέρασε δεν χάθηκε
κρέμεται εκεί
στον αέρα
αθέατο

έτοιμο
να υλοποιηθεί
γαλακτερά
σαν ούζο
απ’ το νερό
της μνήμης.




* * *


Ο ΚΛΑΥΣΙΓΕΛΩΣ


Όλο να γίνω σοβαρός
λέω
μα πάντα ξετρυπώνει
από ρωγμές
κι από γωνιές
ο κλαυσίγελως
μερικών
αιώνων.


* * *

Η ΜΕΔΟΥΣΑ


Ο πόθος σου
σε θέλει αναχωρητή
μην σε πετρώσει
η Μέδουσα
της επιτυχίας.



* * *

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ


Ανεπίδοτα γράμματα
μπορείς και ν’ ανταλλάξεις
μετόχια ερωτικά
μπορείς και να εκποιήσεις
χαμόγελα μπορείς
να θησαυρίσεις
σε ψύχραιμα
λευκώματα.


* * *

ΠΟΙΗΤΙΚΗ


Ας είναι, οι μεταφορές σου
τολμηρές σα διαστημόπλοια
μα και κοινές σαν τον πονόδοντο
ή σαν την τέρψη της πορτοκαλάδας.

Άσε της φαντασίας το καμιόνι
να τρέξει τις μεγάλες αποστάσεις
μα μάθε να γυρίζεις στο κορμί σου την πηγή
εξαργυρώνοντας τα κέρματα της αγωνίας
τον καλικάντζαρο της μέσα σου ενοχής
φιλιώνοντας με σπιτικά κουλουράκια
κρατώντας την αγάπη στο τέλος.
 

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

[184] Σάββας Παύλου: Γραμμή Τόκυο – Μυκήνες (Κουκκίδα, 2014)


ΣΑΝΤΣΟ, Τ’ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ


Πολύπλοκο, δυναμικό, ο Σάντσο
κι ο Κιχώτης, σύστημα Κυβερνητικής.
Είσοδος της πληροφορίας: ένα μάτσο
μπιτ φτάνουν στο ζεύγος γης ισπανικής.

Στο ρίσκο, στους μύλους, –«να φύγουμε» ο ένας
σπαθί και –«τ’ άλογό μου» ο άλλος –«μπρος!»,
χωριάτα η κόρη για τον πρώτο, χρυσής χτένας
είν’ τα μαλλιά της για τον Δον, κι είναι γαμπρός.

Ανάδραση με διαφορά μα η συνισταμένη
ένας μύθος πλήρης όσο και παλιός
μια σαντσοκιχώτεια μίξη

πικρή για μας που η ύπαρξη θα μένει
πάντα μισή, ή έτσι ή αλλιώς,
για το λειψό αυτό που όλο και να! θα μας χιμήξει.


* * *


ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
«ΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ»


Κάθε κλοπή χαράζει μια γραμμή:
από δω ο χαμένος· αυτός που κέρδισε από κει.
Πάντοτε ήταν έτσι
σε κάθε τόπο σ’ όλους τους καιρούς.
Όμως ο κλέφτης κάποτε
οδηγημένος από χέρι μυστικό
αρπάζει το μπουφάν του ποιητή Υφαντή.
Η διατέμνουσα γραμμή χαράχτηκε και τώρα
ο κλέφτης που κερδίζει ένα μπουφάν
ο κάτοχος που έχασε.
Μα ο ποιητής γράφει ένα ποίημα γι’ αυτό.
Και κερδίζει η πολιτεία όλη.
 

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

[183] Γιάννης Κοντός: Στο γύρισμα της μέρας (Κέδρος, 1992)


www.toposbooks.gr
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ  ΣΕ ΣΤΟΑ


Στα βλέφαρά μου έχω ακόμη
τη Νέα Υόρκη, ένα σκουπιδάκι.
Χρόνια περνάω αυτό το τούνελ.
Μπαίνω έφηβος και στην έξοδο
είμαι γέρος, ή το αντίθετο.
Χιλιάδες μέτρα ταινίας
με τυλίγουν και με ακολουθούν
στη ζωή μου.
Πέρυσι, βαδίζοντας και κοιτώντας
το αργό φως της εξόδου, ήτανε
σαν ξύπνημα με γεύση πικροδάφνης
στον ουρανίσκο και ένα λαιμό
δίπλα μου να πάλλεται.
Πολλές φορές τα σκουπίδια
φράζουν την έξοδο
και βρίσκομαι στην αίθουσα.
Έξω η φωτεινή επιγραφή αναβοσβήνει,
αστυνομικοί πυροβολούν, ακούγεται
σειρήνα. Ο αθώος ληστής κρύβεται
στην κόχη του κτιρίου,
και τα σύννεφα περνάνε μαύρα
και απειλητικά.


* * *


ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΟΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ


Δεν μπορεί, τα σκοτάδια και η επαναλαμβανόμενη
ιστορία του προσώπου σου, αυτή η ησυχία
των λέξεων μέσα από τις άγνωστες γωνίες
των χεριών, δεν μπορεί, θα μας σώσουν.
Θέλω να πω ότι είμαστε σε μια σκακιέρα,
όπως στα εξώφυλλα των παλιών αστυνομικών
μυθιστορημάτων. Μέσα στις σελίδες, τις ώρες από
τις δύο έως τις πέντε μετά μεσημβρία, ο πληθυσμός
χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες ή ομάδες:
η μία κάθεται πλάι στο τζάκι και κοιτάζει
τη στάχτη. Η άλλη κοιμάται προσπαθώντας
να εντοπίσει τα όνειρα των άλλων.
Η τρίτη αγναντεύει στη λίμνη του κωπηλάτες
σφυρίζοντας ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού.
Όλοι όμως αναστενάζουν με μαύρο καπνό
για τις εκλείψεις της σελήνης και τη χαμένη
νεότητά τους. Ενώ ο καιρός μπήγει νύχι στο κρέας.
Η πόλη, καφέ από το θειάφι, ξεκουράζεται,
προτού αρχίσει να γυρίζει γύρω από τον άξονά της.
Ο δολοφόνος ανενόχλητος σημαδεύει
το επόμενο θύμα, χαμογελώντας στις κάμερες
της τηλεόρασης. Ενα φως μοβ του σφαγείου
φωτίζει την περιοχή και σπασμένοι καθρέφτες
γύρω αυξάνουν τις εικόνες και την αγωνία
των παρισταμένων.


* * *


ΟΙ ΑΠΩΛΕΣΘΕΝΤΕΣ


Κάθε μέρα στην πόλη μας
χάνονται ένας με δύο γέροι.
Όπως περνάνε το δρόμο,
κάτι τους τραβάει, ένα άλλο
μαγνητικό πεδίο, και πηγαίνουν
αντίθετα από το σπίτι.
Με σκυμμένο κεφάλι,
τσαλακωμένο γιακά,
παραμιλώντας και τρεκλίζοντας
σαν μαγεμένοι, κλείνουν ελλειπτικά
το πλάνο της μέρας και της ηλικίας τους.
Το χιονισμένο φεγγάρι
κρέμεται από πάνω τους,
όχι απειλή, αλλά υπόσχεση.
Το τοπίο κάθεται ήσυχα
στο μάτι τους. Μουσικές
τρέχουν μαζί με νερά.
Προχωρούν λίγο ακόμη
και είναι πια αλλού.
Επιμένουν όμως να μάθουν.
Γυρνάνε τυχαία ένα διακόπτη
και ξεχύνεται μπροστά τους
η Αγία Πετρούπολη, η παλιά,
των μυθιστορημάτων.


* * *


Ο ΑΝΑΤΟΜΟΣ


«Δεν τον φοβάμαι το χρόνο»
μου είπε ο χασάπης
κόβοντας, λιανίζοντας, κρεμώντας.

«Δεν πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
εδώ, στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα.»
Με κοιτούσε σκουπίζοντας
τα ματωμένα χέρια
στο άσπρο της ποδιάς.

«Το σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
Όλη τη νύχτα ψαρεύω
χέλια και φεγγάρια.»
Τραβάει μαχαιριά
– ευθεία σαν σιωπή –
και αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.

«Τα μεσημέρια, όταν βρέχει,
ζωγραφίζω το ίδιο τοπίο.»
Ξεχωρίζει συκώτια από εντόσθια.

«Διαβάζω και ποιήματα.
Μια φορά διάβασα Χαίλντερλιν.»
Του ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
Έσκυψε, την πήρε και την κρέμασε
μαζί με τα άλλα.

                                                               Αύγουστος 1989 - Ιούνιος 1992
 

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

[182] Δημήτρης Κοσμόπουλος: Κατόπιν εορτής (Ερατώ, 2014)


www.biblionet.gr
Ο ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ 1895
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ


Βλέπω τα βουτυρόπαιδα να γράφουνε ρετρό σονέττα
καθώς να πλέκουνε σεμαίν οι κορασίδες.
Θα σου το ειπώ, ακόμη μία, νέτα-σκέτα:
Δεν γίνονται σ’ όλους, λέξεις οι Ατθίδες.

Σου το ’χα ειπεί στο «Αχ-Βαχ» και στο «Άμα Λάχει»
– κυρίως στο καρβουνάδικο του υλοτόμου –
πως, κάμε υπομονή, κι όπως και να ’χει
να τραγουδάς «μεγάλος πειρασμός ο εαυτός μου».

Doctores philosophiae et omnium rerum
(Utilium), χάσκουνε με γουρλωμένα μάτια,
μπροστά σε μίμους φωνασκούς. Δεν ξέρουν,

τα δάση μες στη θάλασσα και του βουνού το ψάρι.
Βλέπω καλώδια κι ιστοτόπους με φωτογραφίες
νεκρών που επιμένουν ότι η ήρα είναι το στάρι.

Βλέπω να πνίγεσαι, σε βλέπω δίχως φράγκο,
σ’ ένα ντοβλέτι που το ρήμαξεν η φύρα.
Ξαναγυρνώ στους κοιμηθέντες. Τον σκοπό μου σφύρα.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

[181] Παναγιώτης Κερασίδης: Ηχείο ανάσας (Καστανιώτης, 1995)


www.biblionet.gr
Γυρίζει πλευρό
προσπαθώντας με μουδιασμένο σώμα.

Πιάνει το σφυγμό του και ξυπνά.
Λάμπουν εικόνες κομματιασμένες
η μία μέσα στην άλλη.

Δεν είναι τ’ όνειρο. Είναι μία ζωή
που αυτός λείπει στις μαγικές οθόνες
που σχηματίζονται ερήμην του ξανά.

Έξω οι όρκοι βγαίνουν
βλέμματα ζεστά
χωρίς προορισμό.
Γεράματα βαθιά.
Γεράκια που κουράστηκαν.

Πουλιά που φεύγουν διασχίζοντας
δίχως να σκίζουν τίποτα.


* * *


Σιδερώνουν οι τυφλοί τα ρούχα τους καπνίζοντας.
Με χέρια καμένα ανοίγουν τα παράθυρα.

Τεντώνουν έξω το λαιμό
ξεχασμένες μελωδίες.
Παραπατάνε στην τάξη του χρόνου. Χορεύουν.

Βλέμματα σκόνης που εκπέμπουν
τα βήματα και τα μάτια των ζώων
Όταν ξυπνάνε και γλείφουν το άγνωστο.

Οι κραυγές χαράζουν τη φυγή.
Ζωηρή πηγή καυτής κι αθέατης πληγής.

Δροσίζεται που κλαίει, όπως λένε.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

[180] Γιώργος Χριστοδουλίδης: Ονειροτριβείο (Γαβριηλίδης, 2001)


www.poiein.gr
ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ


Με τα χέρια ταξιδεύουμε στο μέλλον
στο πρόσωπό μας
η αφή ενός άγνωστου δέρματος.
Αγαπημένα πράγματα
στη δίνη του χρόνου.
Ο καθρέφτης φτύνει
σκουριασμένα χαμόγελα.
Ασύλληπτοι κραδασμοί
ηχούν από παντού
φωνές άλλων εποχών.
Από την απέναντι λεωφόρο
οι βάρβαροι
που άλλοτε κραδαίναν ακονισμένα σπαθιά
με διαφημιστικές πινακίδες
τώρα θριαμβεύουν.


* * *


ΘΑ ΠΕΝΘΗΣΩ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Θα πενθήσω αργότερα
όταν εσύ που τώρα κλαις
θα γελάς στην αγκαλιά κάποιου δανδή,
Θα πενθήσω αργότερα
όταν όλοι θα διάγουν μέρες χαράς
με εκδρομούλες
και γουίκεντ χαλάρωσης.
Θα πενθήσω αργότερα
τότε και μόνο τότε
όταν ένας ένας οι βράχοι
που κλείνουν το στόμιο της ψυχής
μετακινηθούν
κι οι νυχτερίδες με ορατά ακόμη
στα απαίσια ράμφη τους
τ’ απομεινάρια της σάρκας,
απέλθουν.
Θα πενθήσω αργότερα
στο περιθώριο ίσως κάποιας εθνικής επετείου
όταν οι ίδιες φάτσες θα δέχονται και θ’ αποδίδουν τιμές
στους ήχους των παιάνων και των εμβατηρίων.
Θα πενθήσω βουβά
βουβές πληγές από πισώπλατα μαχαιρώματα
προσωρινούς χωρισμούς που γίναν μόνιμοι
απώλειες άδικες μα κι άδικες παραμονές.
Θα πενθήσω αργότερα
στο μυστικό μου απομονωτήριο
εσάς που περάσατε και φύγατε για πάντα
δίχως να καταλάβετε την ωραιότητα της ασχήμιας
και την ασχήμια της ωραιότητας.
Θα πενθήσω αργότερα
μικρούς θανάτους
κι ωφέλιμες καταστροφές
τα καλώς συντελεσθέντα
μα και τα όνειρα
που έμειναν τέτοια.


* * *


ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ


Περνούσε η πομπή αμίλητη
ευπρεπώς πένθιμη.
Πού και πού σποραδικά αναφιλητά
έβρεχαν
το ξεραμένο χείλος του νεκροταφείου.
Ήτανε Μάης – ανήσυχος κι ανόθευτος.
Ο ήλιος
αυτός ο μεγάλος ανυποψίαστος
έφεγγε, έφεγγε
στ’ ακονισμένα δόντια
των κληρονόμων.


* * *


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ


Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.

Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.


* * *


ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ


Μπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον Ιούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο –έστω–
να μην Τον αρνηθεί.
 

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

[179] Ηλίας Ν. Μέλιος: Χεράτ (Ελί-τροχος, 1998)


[από την ενότητα «ΧΕΡΑΤ»]


2.


οι μηχανές σε σκεπάζουν

κλείνω τα μάτια μου να σε ακούσω
βιομηχανική κι εσύ όπως ο ύπνος μας
όπως το πρωινό όπως τα γραφτά παραμύθια
μαγνητοφωνημένη

μαύρα τα ζεστά σου όνειρα
κρύβουν τα χείλη σου στο λευκό της μέρας
ξεχνάνε την ηλικία σου τα χρόνια που γκρεμίστηκαν
πουλήθηκαν – σημαδούρες χωρίς ήλιο

οι μηχανές δεν μιλούν


*


8.


ταξιδιώτες χάρτινοι τυχοδιώκτες
προλαβαίνουμε πριν την κόλαση
να χρωματίσουμε πεταλούδες ψεύτικες
ταιριάζουμε λάθος μηχανήματα – φυλαχτά

ημιδιάφανοι
ζούμε τη ζωή μας στα κύματα
στα πλαστικά μπουκάλια στις διαφημίσεις
ζούμε σε όνειρο
συσκευασμένοι προσεκτικά
χειρώνακτες και χειροτέχνες
μαυρισμένοι με ένα βαθύ λόγο απέριττοι

δεν βιαζόμαστε
ναρκωμένο τοπίο ο τόπος μας


* * *


[από την ενότητα «ΟΙΚΤΙΡΜΩΝ ΣΥΝΟΨΙΣ»]


ΝΩΡΙΣ


κάθε στιγμή είναι αργά


*


ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΟΣ
ΧΡΟΝΟΥ ΡΕΕΙ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΜΑΣ


οι χτύποι του ρολογιού
σαν το σφυρί στ’ αμόνι

κι οι δείχτες του μαχαίρια

όλο το σώμα μια πληγή
και η ψυχή του χρόνου
υπηρέτρια
 

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

[178] Μισέλ Φάις: Το σύνορο (Ζαχαρόπουλος, 1983)


www.culturenow.gr
1


Η Μις Ελ απελπισμένη
χωρίς έστω ένα μπλουζ
μια φωτογραφία του Έντμοντ
Απόμεινε στον λόφο
με μαύρο ταγέρ κ’ άγνωστο ποτό
κάτω από τη σβηστή διαφήμιση
της MEMOIRE.


* * *


2


Τώρ αη θάλασσα γέρνει σα ναρκωμένη
μέσα στον λίγο καθρέφτη του ρημαγμένου W.C.
Πιο κει τα πεύκα ελαφρά ματωμένα
Όχι, όχι τα βέβαια σώματα των πνιγμένων
καθώς ν’ ανεβάζουν στον ήλιο
τις βαριές φουρκέτες του βυθού.


* * *


5


Επειδή από τότε
κάτι μισοκαμένα σύννεφα η μέρα
κι η λυπημένη αποστροφή της σελήνης
Επειδή από τότε
το παγωμένο τραίνο
ξαφνικά στον ύπνο με διαμελίζει


* * *


6


Τον παγοπώλη να στάζει αίμα
και την μικρή χάρτινη σημαία του έθνους
στα χέρια των παιδιών
τσακισμένη.


* * *


12


Και θ’ αποσύρομαι σχεδόν σούρουπο
στ’ αποξηραμένο ποτάμι
με νεκρούς συμμαθητές και κάργες
Στις καμένες φωτογραφίες παραλιών με γυναίκες
μόνες

Στο ξέφωτο με τις λεύκες
δεν έφτασα ποτέ πρωί.


* * *


ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

                                            στον Δημήτρη

Τελικά ένα μικρό φύλλο στα μαλλιά μας
τέλεια συγκεκριμένο, χωρίς ιστορία ή ηδονή
είναι αρκετό για να μας καταστρέψει.


* * *


Η ΝΥΧΤΑ


Έρχεται η νύχτα μέσα από διαλυμένα πρόσωπα
γυναικών
με φωτισμό κρεοπωλείου ή φαρμακείου
με έπιπλα και υφάσματα χαμένων πολιτισμών
με ομιλίες και τρόπους έκπτωτων φίλων
Έρχεται η νύχτα από σπασμένα παιδικά τοπία
με τα νερά των μύθων παγωμένα και χώματα
μαύρα
από τα γεγονότα που δεν έμαθα ποτέ.


* * *


ΘΕΩΡΗΜΑ


Καθώς οι λέξεις που με βασανίζουν
είναι λησμονημένοι άγγελοι
Πλημμύρισε εντός μου το κενό
Μόνο για μια στιγμή μοσχοβολάει το ποίημα
 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

[177] Έκτωρ Κακναβάτος: Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες (Άγρα, 2001)


asyntaxtostypos.wordpress.com
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στις Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες τυ-
πώνονται με πλάγια στοιχεία οι στίχοι του Ανδρέα
Εμπειρίκου και με όρθια του Έκτορα Κακναβάτου.


* * *


ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.
Δεν είναι η σκαπάνη του εποχούμενου ζόφου, δεν είναι
της έπαρσης η φλεγμένουσα επιταγή. Σκοπός της
ζωής μας είναι η αχανής εμβέλεια της κάθε μας ευ-
χής. Σκοπός της ζωής μας είναι το αδιάπτωτο τετα-
μένον έμβολον της ορθίας οντότητάς μας.


* * *


ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΡΦΥΡΑΣ


Καμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο...
χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Χωρίς την διεύρυνση της οιστρηλασίας, χωρίς την οι-
στρηλασία του κελεύσματος, μέσα στις κόρες των μα-
τιων μας. Καμιά φορά γινόμαστε τ’ αποκορύφωμα του
γάλακτος μιας και ολολύζοντες σπογγαλιείς σφαδά-
ζουνε εντός κλεψύδρας.


* * *


Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ – 3


Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέ-
σα της όλοι μεγαλώνουμε.
Η ποίηση είναι ανάφλεξη παφλάζουσας φορβάδος. Ε-
πάνω της όλοι επιβαίνουμε. Οι δρόμοι της είναι εσώ-
ρουχα δορκάδων. Τα άνθη συνεισφέρουν σ’ εξαπτέ-
ρυγα. Στους κάλυκές των εκκολάπτουν σπέρματα
ιμέρου.
Η κύηση αυτή δεν έχει τέλος.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

[176] Λούης Περεντός: Ονόματα της νύχτας (2012)


www.parathyro.com
Είχαμε πάντας τις πόρτες ανοιχτές.
Η υγρασία ταξίδευε το κιούλι στον ύπνο μας
περνούσαν οι ώρες με τα λευκά τους
κι έφερναν μνήμες και οράματα.

Τώρα τα βράδια είναι αλλιώτικα.
Κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει
οι σκέψεις μας κάνουν γύρο
κι όλο βυθίζονται στο μαύρο.

Αλλάζουμε ονόματα για να κρυφτούμε
παίζουμε ζάρια για να ξεχάσουμε
το πρωί ξυπνάμε από φόβο
μη μείνει η νύχτα στην αυλή μας.

Έτσι περνάνε τα χρόνια
κι ανοίγουν τρύπες στο ποτήρι μας
βάζουν αγκάθια τα βιβλία στην ψυχή μας
ξένες σημαίες ριζώνουν στο βουνό μας.


* * *


Το χειμώνα γερνάω διπλά.

Η μέρα πνίγεται στη νύχτα
στριφογυρίζει στο κρεβάτι
σαν αστραπή που δεν θέλει να λάμψει

οι ώρες βυθίζονται στο σκοτάδι
δαιδαλίζονται σε άχαρες σκέψεις
ανασκαλίζουν πληγές που έκλεισαν

η θάλασσα αποσύρει το σώμα της
σε κρύες σπηλιές με φουρτούνες
επιστρέφει ναυτικούς που χάθηκαν

ο θάνατος κερνάει καφέ
παίρνει τους γέρους περίπατο
στις γειτονιές του αναμενόμενου.

Το καλοκαίρι ανεβαίνω στα όνειρά μου.

Δεν έχει όρια το ταξίδι
μ’ ένα πλατύ χαμόγελο
ρουφάει τις εικόνες και τις μνήμες

έρχονται οι φίλοι χωρίς γραβάτα
θυμούνται και χαίρονται
μέσ’ στο βαθύ του χρόνου

πάνω σε κύμα λευκό
τρέχουν παιδιά με παλιά ονόματα
Λούης, Ανδρέας και Ερχόμενος

κι έτσι ξεχνιέται ο ακατονόμαστος
πάει σκυφτός στο απόμακρο
κελί της απομόνωσής του.


* * *


Αν είσαι τυχερός κι ευλογημένος
θα δεις το φως να κατεβαίνει
στις κολώνες της Antiqua Mezquita
να γίνεται φτερά των αγγέλων
και να κολλά στα φοινικόδεντρα.

Στην Γκόρντοβα γίνονται θαύματα
παρουσία Θεού και Αλλάχ
ευλογούνται γενναιόδωρα οι ψυχές των δικαίων
πυο δεν ξεχωρίζουν
σταυρούς και μισοφέγγαρα.

Λέω, αν είσαι τυχερός κι ευλογημένος
μα

πρέπει να θέλεις για να δεις
πρέπει να τρέξεις για να φτάσεις
πρέπει ν’ αφουγκραστείς για ν’ ακούσεις.

Δεν είναι αρκετό να περιμένεις
την επέλαση των αιώνων

αν γίνει κι είσαι εκεί
για να κληθείς
μάρτυρας του αθώρητου κεραυνού
της άυλης καθόδου του θείου.

Μπες κάθετα
στην επερχόμενη άνοιξη
όλων των Θεών γης και ουρανού
κι αν δεν σε πείθει αυτό το ποίημα
άνοιξε την τηλεόραση στο φουλ
για τις ειδήσεις των οκτόμισι.
 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

[175] Αργυρώ Φραγκή: Κυκλική διαδρομή (Φαρφουλάς, 2014)


www.facebook.com
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ


Τι διαφορά έχει
το αλήτικο χαμομήλι
η άγρια παπαρούνα
το ξερό χαμόκλαδο
όλα αυτά τα βάζα
από τα εκθέματα στα μουσεία
από τους πίνακες
με τα κυπαρίσσια
από κεριά που λιώνουν
σε μανουάλια
Αν θες πες
από άδεια μελίσσια
από άδεια θρανία στο σχόλασμα
υπονοούν το τέλος
μα εγώ ζω ακόμα
Άπειροι πρόσκαιροι θάνατοι
ξεβράστε τα νερά στις παραλίες
και τραβήξτε τα νερά
μέσα πάλι
αφήστε την άμμο
τη νεκρή πέτρα
αιώνιους μάρτυρες
Αφήστε έναν άνθρωπο μάρτυρα
κι αυτός θα ομολογήσει
πόσο όμορφοι ήταν
μέσα στα μωβ τους
Ήταν όμορφα τα σύννεφα
Αφήστε τον μόνο μάρτυρα
Δείξτε του έλεος
κι αυτός θα μαρτυρήσει
Αφήστε έναν άνθρωπο μάρτυρα


* * *


ΑΝΟΙΞΗ


Αν κοιτάξεις στην καρδιά σου
πράγμα που δεν γίνεται
θα δεις βομβαρδισμένα τοπία
είναι σαν να βλέπεις τα κοσμήματα
αρχαίων γυναικών στα εκθέματα
των μουσείων
Κι αν κάτι βλασταίνει
ανάμεσα στις πέτρες
είναι η άγνοια
είναι η απειρία
είναι η θέληση και
η αθωότητα
που ξημερώθηκε
«και καθώς έφευγαν οι μέρες
οι νύχτες απλώς χάθηκαν»
γιατί ό,τι αρχίζει
βραδιάζεται
αυτό που μένει
είναι τα κτερίσματα
στους τάφους
τα ίχνη από τα τείχη
και οι περικνημίδες
των όμορφων στρατιωτών
οι κνήμες οι κώμες
τα όμορφα σπίτια
χάθηκαν σε κάποια
αρχαία μάχη
τόσο παλιά όσο και η σημερινή
μέχρι η θηλυκού
γένους ποίηση να σφυρίξει τη λήξη
κάθε ανθρώπινης φιλοδοξίας
και τα βουνά γίνουν νταμάρια
και οι θάλασσες αποστραγιστούν
θα σας εξοντώσω


* * *


ΚΟΝΣΕΡΒΑ «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ»


Συμπύκνωση της μνήμης
σε ένα σημείο της στίξης της ζωής
Παράλογα ψάρια μέσα στη λίμνη
γελούν αρρωστημένα με το χάλι μου
Γέγυρες από το τίποτα στο κάτι
ποτάμια από τα βουνά στη θάλασσα
Παράλογοι πύργοι από τη γη στον ουρανό
Χρώματα γαλάζια και πράσινα
μιας σαρανταποδαρούσας
Συμπύκνωση της ζωής
ζωικής φυτικής σε κονσέρβα
με όλες τις γεύσεις
Ένας παράδεισος σε μια κονσέρβα
Να ταΐσω τα παράλογα ψάρια
να τροφοδοτήσω τη θλίψη μου


* * *


ΒΟΥΒΗ ΟΜΙΛΙΤΙΚΟΤΗΤΑ


Ένα σημείο με άγνωστες διαστάσεις
εμφανίζεται μαζί με
το άνοιγμα της καταπακτής του στόματος
μαζί με την αφή του βλέμματος στην οθόνη
ετοιμάζεις αποσκευές για εκτόξευση
με πυραύλους διαστημικούς σε γαλάζια πάχνη
προς οδοντικά διαλύματα και τζελ βυθών απάτητων
και μαζί με το άνοιγμα των ματιών
το ξεσκόνισμα των αυτιών
παίρνεις μία μεζούρα και μετράς
το άνοιγμα των χεριών σου
οι λέξεις σε τραβούν σαν τον Προκρούστη
και νομίζεις πως τα χέρια σου χωράν
το παρελθόν το μέλλον το παρόν
λιώνεις σαν πλαστικό τουλάχιστον
σαν τσίχλα κολλάς στα ούλα που ανοιγοκλείνουν
ενώ μόνο χωμάτινοι ήχοι φτάνουν στα αυτιά
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας νάνος
μα αυτός ο νάνος παρανόησε και παραγέρασε
και την Χιονάτη την τάιζε φρικτά μανιτάρια
μια φορά και ένα καιρό έγιναν αυτά
τότε που οι ήλιοι ήταν τρεις και τα φεγγάρια δέκα
 κι ύστερα σε κατοπινούς χρόνους ακόλουθους
από τις οθόνες έβγαιναν οδοντόπαστες
και τα μπαλκόνια έγερναν σαν θλιμμένες γέφυρες
στον ακάλυπτο χώρο της φοβισμένης μοναξιάς μας
Και το σημείο με τις άπειρες άγνωστες διαστάσεις
εξαφανιζόταν και εμφανιζόταν
με νέα εμβαδά και όγκους ξανά και ξανά
όσο ξεχνούσε ο άνθρωπος να ρίξει το κέρμα
στη σχισμή της καρτερίας της υπομονής και της
                                                        ταπεινότητας
 

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

[174] Λουκάς Θεοδωρακόπουλος: Αναδρομή (Καστανιώτης, 1978)


www.thebest.gr
ΟΙ ΘΑΜΝΟΙ


Από τα δέντρα περισσότερο
αγαπώ τους θάμνους.
Αντέχουν πιο πολύ στη δίψα
έχουνε μνήμη πιο γερή
δίνουν πιο εύκολα φιλοξενία.

Τους λείπει βέβαια το ύψος
η δίψα του ουρανού
η μεγάλη θέα.

Όμως κοντά στο χώμα
νοιάζονται πιο πολύ
ακούν πιο έντονα
το χτυποκάρδι των κυνηγημένων.


* * *


ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ


Το σώμα σου
γεμάτο παράθυρα
κι εγώ μέσα του εγκάθειρτος
μονάχα ό,τι μου δείχνει
βλέπω.


* * *


ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ


Μπορείτε να μετράτε τα χρυσοφόρα κοιτάσματα
του μόχθου μας, όσο κρατάει ακόμη το σκοτάδι
πάνω στις λόγχες του ακατάβλητου γρασιδιού.
Υπάρχει ίσως ακόμη καιρός να ετοιμάσετε τις αποσκευές σας.
Το πρωί θ’ ακουστούν οι οπλές των αλόγων
κι απ’ τ’ ανατολικά προάστια
θα ξεκινήσει ένας λαός από θωρακοφόρα μυρμήγκια
σέρνοντας πίσω του – τρόπαιο –
το σαστισμένο κουφάρι της βασίλισσας.


* * *


ΤΟ ΕΝΤΟΜΟ


Τα λογικά επιχειρήματα
οι θεμιτές προβλέψεις
ο κύκλος των «στοχαστικών προσαρμογών»
ο επιούσιος και ο αυριανός
ορυμαγδός των άστρων μέσα μου
τα επαχθή φορτία της μνήμης
η σύγχυση, η ολιγοπιστία των φίλων –
όλα μιλούν την αδήριτη γλώσσα
του τέλους.

Όλα. Και μόνο το σώμα σου
τεράστιο έντομο
επιμένει
να μου φράζει τον ήλιο.
 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

[173] Κυριάκος Αναγιωτός: Ως άνεμος επακμάζων (2012)


www.facebook.com
[από την ενότητα «ΜΙΚΡΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ»]


ΖΩΟΦΟΡΟΣ


Το χάραμα
ανασύρεις
το κοφτερό σου χαμόγελο
και εφορμάς
στις αρτηρίες μου.
Σε κάθε σου βήμα
ένας χειρουργός
εξαφανίζεται.


*


ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΙΤΟ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ


Χαμένος στους λαβυρίνθους
του απόκρυφού σου τατουάζ.
Την αυγή γκρεμίζομαι
στο κενό του ομφαλού σου.


*


ΕΑΡΙΝΗ ΣΙΕΣΤΑ


Μια ηλιαχτίδα
σε εξατμίζει.
Σε αναπνέω
μαζί με τους
λεμονανθούς.


* * *


[από την ενότητα «ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ»]


ΓΝΩΣΗ


Με μάθανε να αριθμώ
μέχρι το δέκα.
Θέλησα να προχωρήσω
πιο πέρα.
Μου κόψανε τα δάκτυλα.


*


Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΜΟΥ ΓΛΩΣΣΑ


Άλφα.
Αμέθυστοι
που στόλισαν
την αιώρα μου
με το πρώτο μου
το κλάμα.
Ωμέγα.
Ωδή στερνή
επί εκκυκλήματος
δώρο μαλαματένιο
για τον Βαρκάρη.
Τα υπόλοιπα
είκοσι και δύο
χρυσά βελόνια,
να κεντώ
της ζωής μου
τα πανάκριβα
προικιά.


*


ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝ


Στο κοιμητήρι των κυπαρισσιών
φυτρώνουν θεόρατοι άνθρωποι.
Τις νύκτες τρυπάνε
τα ουράνια.
 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

[172] Δανάη Στρατηγοπούλου: Οι λέξεις (Φύκιρης, 1992)


vlahopoulou.blogspot.com
DU JOURNALISME


Η πρώτη επαφή μου
Με το φως
Ήτανε μια ηδομική έκρηξη
Τεντώθηκα μακάρια
Μούγκρισα παράτονα
και γέλασα του ήλιου
Άλλη μια καινούργια μέρα
Κάτι θα πάρω κι απ’ αυτήν
Αιωνίως

Κι άνοιξε η πόρτα
Και μπήκε
ο ασπρόμαυρος καλικάντζαρος
Ο δήμιος της αμεριμνησίας μου
Η Εφημερίδα


* * *


ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ


Δε θα ’ταν πια
η κοιλιά της μάνας μου
αν δίψαγα
να ξαναγεννηθώ.
Και η Αθηνά
καλύτερη τύχη δε θα ’χε
με έναν ίδιον
Δια-Κεραυνό Μάνα.
Παίρνω έβενο
και μάρμαρο,
φωτιά, νερό κι αγέρα.
Παίρνω και μιαν ανάσα
μυστική
για να σμιλέψω
την καινούργια μου αρχή.
Θα καταφέρω
τούτη τη φορά
μιαν άνοιξη
αντί χειμώνα;
Με φως αντί σύννεφα;
Μ’ ένα ρυάκι να φλοισβίζει μουσικές
στη θέση του Αλιάκμονα;
Κι εγώ να στέκω
μ’ ένα κουλούρι στο χέρι
αντί χειροβομβίδα;
 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

[171] Αλέκος Βασιλάτος: Ή μήπως όχι; (Φαρφουλάς, 2010)


www.livanis.gr
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑΣ


Από τον Άννα στον Καϊάφα
κι από την άρνα στο σφαγμένο κριάρι

από την αμνησία ως το υδρόφιλο τέρας
ειδωλόθυτα τα έργα της νεότητας
έτσι απαιτούν η ένδεια
και ο πλούτος που με συνθέτουν

Γατιά παιδιά και άλλα
κλαυθμυρίζοντα θηλαστικά
δοξάζουν τις χρωματικές
μετωνυμίες του φωτός όμως

άβαφη στο κρεβάτι αχτένιστη
τρώγοντας πατατάκια
μπροστά στην Τι-Βι
δεν είναι πια τόσο Ωραίαη Ελένη.
 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

[170] Αφιέρωμα: Η «Ενδοχώρα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (6/6)


musicpicker.blogspot.com
[επιλογή από την ενότητα «Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ (1936-37)»]



1

Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στά-
ζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα
μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις
απλώνει την παλίρροια.


*




2

Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο
σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς
αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της
πρωίας.


*


3

Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευ-
κοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύον-
ται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυ-
τή δεν έχει τέλος.


*


7

Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι
της σκιάς μου.


*


12

Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπει-
τα θάθελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζί σου.


*


15

Ένα κουμπί στο φως, μιά ταραντούλα στο σκο-
τάδι, κι’ ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βρα-
δυάζει.


*


18

Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.




*



21

Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο
στόμα.


*


23

Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ
ελεφαντοστού. Μία γυναίκα ανάμεσα σε δύο θυμω-
νιές μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μια
πιστολιά και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδο-
βολητό τους προχωρεί σαν κύμα που περνά επάνω
απ’ όλα.


*


25

Η παρόρμησις είναι μιά συνοχή εαρινών βλυσμά-
των. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα
στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα
υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπο-
ρεί να την αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά
είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.


*


27

Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις
άδειες κάμαρες στάζουν οι σταλακτίται, και, στην σιγή,
μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης εγκα-
ταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει
πικρότατα. Μέσα στα φύλλα μιάς συκιάς αλλάζει
χρώμα ο χαμαιλέων.


*


28

Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη
της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς
και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.


*


30


Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει –
των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.


*


32

Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές
παιδιών, χαρές ανδρών και γυναικών ενώ πλησιάζει
το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χί-
λια αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη
αιμάσσοντα ή δροσερά, ή σαν μαστοί εν εγρηγόρσει,
κ’ αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέ-
ποτε, μα ουδέποτε μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πό-
δια μικρά και μικρά χέρια. Ίσως γι’ αυτό σε αγαπώ
τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο.


*


34

Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πε-
διάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής πα-
ραγωγή των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς
των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται κο-
ρυδαλλοί και όσοι κοιτούν το χάλυβα να λυώνη, μοι-
άζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.


*


35

Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί
αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα, και σχίζουν τον άσπι-
λο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει, με-
σουρανούν οι θρύλοι κ’ η σπίθα αποκαλύπτεται και
λάμπει. Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στην
θέσι της αλέκτωρ αλαλάζει.
 

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

[169] Αφιέρωμα: Η «Ενδοχώρα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (5/6)


aforesmos.blogspot.com
[από την ενότητα «ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ (1935-36)»]


ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ


Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ’ τον ήλιο
Με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνήντησε τον νεαρό τιτάνα
Με ρίγανη στα χείλη του κι’ ολόκληρη την χώρα
Μέσα στο στήθος του.

Το ρήμα κρουσταλλώθηκε και φέγγει
Κι’ ακόμη τρέχουν τα κορίτσια
Μέσ’ στα πλατυά φουστάνια τους
Στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα σε ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
Σ’ ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
Στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια.

Φωνές θερμές γλυκειές παιδίσκες των ερώτων
Πάνω στη γη κ’ επί των χόρτων ή στα φύλλα
Βιβλίου γιομάτου δέντρα πράσινα σαν παραθύρια
Που βλέπουν προς την άνοιξι
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
Πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας
Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη
Σφιγμένη δυνατά στη μέση της ημέρας.

Πλατυά τα στέρνα μας και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα.



Μελοποιημένο από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα:




* * *


ΑΥΞΗΣΙ


Καμιά φορά συμβαίνει να φιλή κανείς
Το χέρι μιας πρωινής ανταύγειας
Στην σιωπή του πανοράματος
Που ακινητεί με στόμα σφραγισμένο
Πριν να ξυπνήσει η πόλις με τα χίλια συντριβάνια
Και τις αδέσμευτες λουόμενες φωνές
Που εκπέμπουν αίφνης στον αιφνίδιον ήλιο
Οι πρωινοί καθαρισταί των δρόμων.

Έτσι λοιπόν οι κόποι μας δεν πήγανε χαμένοι
Σηκώνουνε τους πέπλους των και δείχνουν
Τα δυνατά τους μπράτσα εξογκωμένα
Ν’ απλώνονται προς την καρδιά της πόλεως
Σαν μάγοι της ανατολής και να σηκώνουν
Τα δάχτυλα των κοιμισμένων ένα-ένα
Προς την γιομάτη μυρωδιές αλληλουχία
Των καϊκιών που πλέχουν μέσ’ στους δρόμους
Με θησαυρούς και τρόφιμα
Μεμακρυσμένων τόπων σαν το βλέμμα
Μιας ρεμβαζούσης γυναικός.


* * *


ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ

                                         Στον Λεωνίδα Α.Εμπειρίκο

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι’ αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι’ όπως στο χέρι του η στιλπνή κι’ αλάνθαστή του σπάθα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι’ αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.




Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διαβάζει τις «Στροφές στροφάλων»:

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

[168] Αφιέρωμα: Η «Ενδοχώρα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (4/6)


www.athensvoice.gr
[από την ενότητα «ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (1935)»]


ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ

             Στον Νικήτα Ράντο

Παρά τα κρηπιδώματα παρά τα γρανιτώδη έργα
Ο βράχος εκπέμπει την κραυγή του
Τα χειμερινά λουλούδια παύσαν ν’ αναπνέουν
Σταγόνες βελουδένιες πέφτουν μπρος στον καθρέφτη
Η σερμαγιά που μόλις έφθασε κατεποντίσθη
Στην αμμουδιά στέκει ακόμη μια γρηά και παρατηρεί τα
       γηρατειά της θάλασσας
Το πρόσωπό της το σουρώνει ο άνεμος
Και τάσπρα της μαλλιά περιτυλίγονται γύρω από τα
       ξάρτια του καραβιού
Τα κόκκαλά της γυμνώνονται από την σάρκα τους
Και η γρηά κτυπά τα δάχτυλά της
Μια ισπανίς χορεύει ένα φαντάγκο
Το φάνταγμα της Γρενάδας την μεθύσκει
Οι γρεναδιέροι την κοιτάζουν
Τα κύτταρά τους διαστέλλονται
Μια μέλισσα βγαίνει και χάνεται στον άνεμο
Ένα γαρύφαλο ανθεί στην θέσι της
Το κρόταλα της χορευτρίας τ’ αρπάζει ο άνεμος
Κι’ αρχίζει να σφυρίζη όπως σφυρίζει καμιά φορά ο κρο-
       ταλίας
Το δράμα αυτό της παραλίας δεν υφίσταται
Υφίσταται μόνον ο προϊστάμενος των γρεναδιέρων
Στέκει στην άκρη του λιμενοβραχίονος
Προσμένοντας την άφιξι της αρραβωνιαστικιάς του.


* * *


ΚΑΡΠΟΣ ΕΛΑΙΟΥ


Eπάνω από την δοσοληψία των μιασματικών υδάτων
       μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς
H άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
H πίστις της περιπετείας δεν χαλαρώθηκε
Tα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μέσ’
       στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί
Aπό τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι
Eπαύλεις εδώ κ’ εκεί κοσμούν την πρασιά του
Nεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Tα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί
       σε χώρα πεδινή
Oι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή
       τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Oι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους
       και τους παρακαλούν
Mια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Kάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών
       είναι ένας δράκος
Tο κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παι-
       δάκια μέσ’ στους ίσκιους
Tα θρύψαλλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι
       κι’ αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.

 

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

[167] Αφιέρωμα: Η «Ενδοχώρα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (3/6)


popaganda.gr
[από την ενότητα «ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ (1935)»]


4

Η λήξις είναι μια εσπέρα
Στα χόρτα της το διάστημα στενεύει.


*


10

Θα πάρω μέσ’ στα δίχτυα μου τη βάρκα
Που θα με φέρη σήμερα κοντά σου.


*


13

Υπάρχουν άνθη που μοιάζουνε με χέρια
Τα δάχτυλά τους ψαύουν κ’ ευωδιάζουν.


*

14

Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι’ ουρλιάζει
Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν
Θάλασσα της θαλάσσης.


*

15

Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα.


*


16

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
 

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

[166] Αφιέρωμα: Η «Ενδοχώρα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (2/6)


androspoets.homestead.com
[από την ενότητα «Η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΣ ΤΩΝ ΜΑΣΤΩΝ (1934)]


Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΡΕΤΟΝ


Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών
       Ιμαλαΐων
Με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
Καταμεσίς στον βράχο της σποριάς σου.

Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη,
Μα την φω­νή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία,

Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία
Όρθιο μέσ’ στα φτερά σου ανοιγο­κλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι,


* * *


ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ


Προστρέχουν πάντα τα νερά
Τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες
Και μια ριπή ξαφνιάζει τα πουλιά.

Όμως δεν θύμωσαν τα περιβόλια
Βόλια χαράς σφυρίζουν μέσ’ τα φύλλα
Είναι τα μήλα κόκκινα
Κ’ ένας διαβάτης κόβει μερικά.


* * *


ΘΛΑΣΙΣ




Σήμερα τήκονται τα χελιδόνια
Βάναυση λύσσα που μεθά τους οργωτάς του πόνου
Τώρα που τα παιχνίδια των αιλουροειδών
Προδίδουν την διάθεσι της ώρας.

Α τα καϋμένα χελιδόνια
Τήκονται αδίκως μέσ’ στον ήλιο
Σε μια φωτιά που ανάψανε με ρούμι
Οι τυμβωρύχοι.

Α τα καϋμένα χελιδόνια
Την μοίρα τους την είπε ψίθυρος
Τσιγγάνας με μαστούς παλλόμενους
Πριν πέσει ο ήλιος στα ξανθά πλεμάτια
Των αλιευτικών της ανοικτής θαλάσσης.


* * *


ΡΑΜΦΟΣ Ή ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ


Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει
Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέφτης του καιρού της
Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν
Τα σύννεφα της ηδονής.

Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα
Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στον χρόνο
Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας
Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της.
 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

[165] Αφιέρωμα: Η «Ενδοχώρα» του Ανδρέα Εμπειρίκου (1/6)


annagelopoulou.blogspot.com
[από την ενότητα «ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (1934)]


ΚΡΙΟΣ


Της νηφαλίου πομπής τα περιστέρια
Χτυπούν τα ράμφη τους στα γυάλινα ανθογυάλια
Κι’ από τα βήματα των οδηγών
Ανθούν τα κόκκινα λουλούδια των ενόρκων
Για την συσπείρωσι στους θάμνους
Της δεκτικής προδιαθέσεως των κρίνων
Στα βελουδένια γάντια των ανθρακωρύχων
Όταν σκορπούν τα σκύβαλα στους κύκνους.


* * *


ΟΜΒΡΟΣ


Φλοίσβος λεπτός σαν μια κλωστή βελόνας
Φιλεί τα δάχτυλα της οπτασίας
Ενός ανδρός που κατοικεί σε κήπο
Και δρέπει τα φιλιά και τα φυστίκια
Μιας προσφοράς ασύγκριτης
Μιας προσφοράς ερωτικής
Μιας προσφοράς δυο-τρεις φοράς και πάσα μέρα
Πριν φθάσει το κομπόδεμα του χρόνου.


* * *


ΗΧΩ


Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων
Κ’ ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μέσ’ στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν είτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μέσ’ στο δάσος.


* * *


ΑΦΡΟΣ


Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικούμενης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ’ επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι’ άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μέσ’ στον αφρό της θάλασσας.


* * *


ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ


Με την ριπή του άνεμου στα μαλλιά
Της γυναικός που στροβιλίζεται μέσ’ στο σαλόνι
Και παίρνει την ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
Που την λατρεύουν κι όλο λέγουν τόνομά της
Και με τους άνδρες που σηκώνουν
Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
Μέσ’ στην εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας.



Μελοποιημένο από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα εδώ.


* * *


ΔΙΚΛΕΙΣ


Όταν μονάζουμε σκεπτόμενοι μελλοντικά ταξείδια
Ένα καράβι κάποτε περνά στην κάμαρά μας
Και γέρνουμε ν’ αναπαυθούμε στο κατάστρωμα
Ως που να φθάσουν τα κλαριά των ενυπνίων
Και λυτρωθούμε από τους κόπους της ημέρας
Στην πρασιά της ανευρέσεως
Σιτοβολώνος που διαλέξανε δυο κορασίδες
Για νάρθουν να με συναντήσουν.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

[164] Ελένη Κεφάλα: Χρονορραφία (Νεφέλη, 2013)


www.st-andrews.ac.uk
[αποσπάσματα]








σ’ όσ

ους      παί     ζουν

κου

τσό     στα     κε

νά

της     ιστ     ορ

ίας


*


η σκιά


μας ακολουθεί βήμα προς
βήμα. Μας συνοδεύει στη
δουλειά, στο σουπερμάρκετ,
στο περίπτερο. Παραμονεύει
στα φανάρια μετρώντας τα χι-
λιόμετρα ένα-ένα. Τις ανάσες
μας. Τις σκέψεις μας. Καρα-
δοκεί παντού και μας προσέ-
χει, μήπως κάποιος, κάπου,
καταλάβει και μας πει


*


αδέσποτα

ΙΙΙ
φτιάχνουμε στίχους
το πέρασμα του χρόνου
ν’ απαλύνουμε


*


παιχνίδια στην άμμο


άλλες φορές πάλι κατεβαί-
ναμε στην παραλία για να
φτιάξουμε πύργους με τους
τρύπιους κουβάδες μας κι
ύστερα να δούμε πέρα στα
βαθιά τους εχθρούς να φτά-
νουν ταξιδεύοντας στο χρόνο
με τις πανοπλίες τους


*


ακροβασίες

the others that are to follow me
the ties between me and them

μαθαίνουμε για σας, σε πο-
λυτελείς εκδόσεις συναντάμε
τα κατορθώματά σας να περ-
ριφέρονται περήφανα ανάμε-
σα σε δυσχερείς χρονολογίες
και δυσκολομνημόνευτες. Δια-
βάζουμε συχνά για σας, για
το απαράμιλλο σθένος και τις
ένδοξες νίκες σας, για την πά-
ντα έγκαιρη συνάντησή σας
με την Ιστορία – μας τυχαίνει
καμιά φορά να πέσει το μάτι
μας σε κάποια πάθη και λάθη
σας που περιφέρονται αδέ-
σποτα ανάμεσα στα διάκενα
της ιστορίας και τις χρυσές
σελίδες σας


*


ερωτήσεις


τι να περιμένουμε κάθε φορά
που ανοίγουμε το γραμμα-
τοκιβώτιο με τόση ευλάβεια,
όταν διαβάζουμε τα μέιλ με
τόση προσοχή; Γιατί κοιτάμε
το κινητό μας κάθε τόσο ανα-
μένοντας την επόμενη κλήση,
το επόμενο μήνυμα; Ποιος
αγγελιαφόρος έχει ξεμείνει
τόσα χρόνια και τι άραγε να
θέλει να μας πει;
 

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

[163] Γιάννης Αγγελάκας: Από ’δω και πάνω (All Together Now, 2005) [μουσικό άλμπουμ]


www.rocking.gr
ΜΕΣΑ ΜΟΥ Ο ΑΕΡΑΣ ΠΟΥ ΦΥΣΑ


Μέσα μου ο αέρας που φυσά
Δεν λέει να ημερέψει
Μου ξεσηκώνει την καρδιά
Και μου σκορπάει τη σκέψη

Σαν σπίθα από πυρκαγιά
Στα ύψη μ’ ανεβάζει
Κι έξω απ ’του κόσμου τ’ όνειρο
Με μια σπρωξιά με βγάζει

Με στροβιλίζει σαν φτερό
Στο πουθενά σε μια άκρη
Κι ύστερα μέσ’ στα μάτια σου
Με ακουμπάει σαν δάκρυ

Με πάει ψηλά στον ουρανό
Μου λέει τώρα γκρεμίσου
Κι εγώ σαν άστρο ρίχνομαι
Κι ακούω την ευχή σου

Μέσα μου ο αέρας που φυσά
Στιγμή δεν λιγοστεύει
Μάλλον τρελά θα μ’ αγαπά
Γι’ αυτό έτσι με παιδεύει

Κι όταν του λέω πια δεν μπορώ
κόπασε να ησυχάσω
Μου λέει όσο ζεις εγώ θα ζω
Κι άντε να σε χορτάσω


* * *


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ


Πέρα απ’ τ’ άστρα είν’ η δικιά μας γειτονιά
Κατεβήκαμε με γέλια και τα όργανα στον ώμο
Έλα κάντε μας λιγάκι συντροφιά
Κουραστήκαμε απ’ το δρόμο

Είχε κρύο από του Δία τη μεριά
Κι η σελήνη ερημιά καθόλου κόσμο
Άντε ανάψτε μας μια όμορφη φωτιά
Κουραστήκαμε απ’ το δρόμο

Τέτοια νύχτα μαγεμένη και γλυκιά
Μας θυμίζει ένα φθινόπωρο στον Κρόνο
Άντε ας παίξουμε μια τελευταία πενιά
Όπου να ’ναι ξαναβγαίνουμε στο δρόμο


* * *


ΑΙΡΕΤΙΚΟ


Δεν ξέρω αν βρίσκεται κρυμμένος
στα νύχια σου ο Θεός
μα εσύ πιο πολύ μου μοιάζεις
για λύκος νηστικός
κι όταν στα πρόβατα αγορεύεις
για του έθνους το καλό
διάολε, σε βλέπω να χορεύεις του κτήνους το χορό.

Πες μου πώς γίνεται η αγάπη
να ζει απ’ τη λέξη εχθρός
και πώς θα βρω τη σωτηρία σκυμμένος και βουβός
κι αν πάλι αυτό το τραγουδάκι σού μοιάζει αιρετικό
διάολε, φύγε από μπροστά μου, μου κρύβεις το Θεό.

Ποιος σκαλίζει το σκοτάδι στην ψυχή μου κι όταν χαίρομαι ποιος κλαίει
ποιος παλεύει να μισήσω το κορμί μου κι όταν τ’ αγαπάω ποιος φταίει
ποιος φρενάρει και ρημάζει τη ζωή μου κι όταν προχωράω ποιος κλαίει
ποιος ζητά να χαμηλώσω τη φωνή μου κι αν του τ’ αρνηθώ ποιος φταίει


* * *


Ω! ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΟΥ ΟΥΤΟΠΙΑ


Φαρμάκι απ’ τον ουρανό
νύχτα στην πολιτεία
μέσα σε όνειρο πικρό
ξυπνάει μια μελωδία.

Ω! δεσποινίς μου ουτοπία
δεν έχει εδώ άλλες καρδιές να κάψεις
φύγε για άλλο αστερισμό
κι αν σου βρεθεί κάτι καλό
να μας φωνάξεις.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

[162] Μαρία Λαϊνά: Σημεία στίξεως (Στιγμή, 1991)


www.perizitito.gr
ΚΑΙ ΦΟΝΟΙ ΕΞΟΧΟΙ


Και βιασμοί και έρωτες και θάνατοι
και φόνοι έξοχοι·
λείπει απλώς το βυσσινί τοπίο
και τ’ άσπρο γέλιο μου.
Καταφεύγω λοιπόν σε μικρούς λόγους
κι ασήμαντα αποτελέσματα.
Όμως στην άκρη του γκρεμού
με τον ένα τους τοίχο ανοιχτό στο απέναντι
κοιμούνται μες στην απελπιστική κραυγή του ήλιου
τα άγρια όνειρά μου.
Καταφεύγω λοιπόν σε μικρές αισθήσεις
ωστόσο μέσα μου υπάρχουν όλα
και βιασμοί και έρωτες και θάνατοι
και φόνοι έξοχοι.
Τα βράδια ήσυχα το πρόσωπό τους ανάβει.
 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

[161] Γιώργος Χριστοδουλίδης: Εγχειρίδιο καλλιεργητή (Γκοβόστης, 2004)


www.facebook.com
Ο ΣΥΓΓΝΩΜΩΝ


Έσπασε την πέτρα
έφτασε στο χώμα
άρχισε να σκάβει
με τα δυο του χέρια
ολημερίς έσκαβε
χτύπησε πάνω σ’ ένα σπασμένο κόκκαλο
κροτάλισε το αυτόματο
συντρίβοντας το όστρακο της λήθης
ξεθάφτηκε ο προαιώνιος πυροβολισμός
μύρισε ο τόπος μουλιασμένο μπαρούτι.
Έπιασε τότε τη σφαίρα και την χάιδεψε
την τύλιξε σ’ ένα γαρύφαλλο
και βούλωσε το στόμιο του όπλου
το χέρι του άλλου αποσύρθηκε από την σκανδάλη
έκανε άσπρο κύκλο πάνω στο μέτωπο της νύχτας.
Αποκοιμήθηκε.
Να βρουν την ησυχία τους οι επόμενοι
να πορευτούν εν ειρήνη.


* * *


Ο ΤΑΦΟΣ


Αυτός που σκότωσες
πέρασε μέσα σου
φώλιασε τρομαγμένος σαν αηδόνι
στο ταβάνι του πίσω μπαλκονιού σου
περιφραγμένη θέα επιλέγει
και δεν μιλάει.
Φοβάσαι την μετέωρή του σιωπή
το βουβό του κατηγορώ
που ως ουρλιαχτό διασκορπίστηκε στα κύτταρά σου.
Μέσα σου ζει ο σκοτωμένος
ασάλευτος σαν νεκρός
δεν σου ζητά τον λόγο
μόνο χορτάρια και βρύα σε γεμίζει
με μύρα μυρωδικά σε ραίνει
ηχούν τρισάγια στ’ αφτιά σου
γίνεσαι ο τάφος του.


* * *


ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ


Και πότε θα μας πουν τι γίνεται εκεί πέρα;
Πότε θα μάθουμε τι μας περιμένει
ή καλύτερα τι μας επιφυλάσσεται
Αν μας ακούνε, ας μας σφυρίξουν μια φορά
τη σιωπή τους θα την εκλάβουμε
ως οριστική επιβεβαίωση
στην ανάγκη θα εγερθούμε από τον πένθιμό μας ύπνο
ας διαρρήξουν την πύλη των ανερμήνευτων ονείρων
που νεκροσκοπία θυμίζουν
απαιτούμε να δούμε πέραν από το σκοτάδι
αυτόπτες μάρτυρες περίπεμπτους να επιστρέφουν
για να καταθέσουν την άποψή τους για τα συνειμαρμένα
χωρίς να χρειαστεί να βάλουν το χέρι στο ευαγγέλιο
ούτως ή άλλως αυτό δεν θα είχε πια καμία σημασία.
Υποσχόμαστε να μην του καταδώσουμε
Στους ονειροκρίτες.
 

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

[160] Μιχάλης Γκανάς: Τα μικρά (Καστανιώτης, 2000)


www.trikalavoice.gr
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ


Μάνα, ας είναι
ελαφρύς ο πόνος μας
που σε σκεπάζει.


* * *


Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ


Πού θες να βρω
μέσα στον κάμπο
ποια μαργαρίτα διάλεξε
για να ντυθεί το μυστικό σου.


* * *


Κι αν κουραστούν απ’ το τοπίο
κι αν κουραστούν από την κάμαρα
πώς ν’ αποδράσουν τα παράθυρα.


* * *


ΠΡΩΙΝΟ ΣΕ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΣΟΛΩΝΟΣ


Τα τασάκια
τα πιατάκια
τα φλιτζάνια
αναλήφθηκαν
τα πήρε η άχνα του καφέ.
Σωριάστηκαν με πάταγο
στον ουρανό.


* * *


Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟ ΦΥΤΟ


Τις νύχτες φαίνονται οι πινέζες
που συγκρατούν τον μαύρο ουρανό.


* * *


Θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί
κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια.


* * *


Χρόνια που πέσαν πάνω μας σαν προβολείς.
Μας ντουφεκίζουν έναν έναν
σαστισμένους λαγούς.
 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

[159] Νίκος Καββαδίας: Μαραμπού (Κύκλος, 1933)


kalodia.blogspot.com
ΜΑΡΑΜΠΟΥ


Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το ’μαθε, γιατί δεν το ’πα σε κανένα.

Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα – σαν άνθος έμοιαζε αλπικό –
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου ’χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό τής πέρασα σταυρό απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα ’φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να ’πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!… Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα να ’χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου… Μ’ απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συγχωρέσει…

Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία τού μοιάζω…


* * *


A BORD DE L’ «ASPASIA»


Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σεζ λονγκ πεσμένη, κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία.

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες, γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.

Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιο γελαστή, σε τόνο αστείου:
«Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!»

Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κι εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω .


* * *


MAL DU DEPART

                                                               Στην αδερφή μου Ζένια

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…»

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.


* * *


ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ


Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ’ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

[158] Γλαύκος Κουμίδης: Περιποιήσεως τιμή (Πουπούξιος, 1995)


ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ


Αυτός που ραβει σακκίδιο ονειρεύεται
πως είναι ο ίδιος ταξιδευτής
για Αμοργό ή κάτι άλλο.
Παίρνει μαζί του
τριάντα γενιές προσκυνητών
το καθρεφτάκι, τις χτενιές
και ραπτικά για την περίπτωση
που χάνει ένα κουμπάκι.
Κατάφορτος ανεβαίνει τα σκαλιά,
την κομισμένη ευπρέπεια, τάμα,
στη Χοζοβιώτισσα αφήνει.
Άδειος τα κατεβαίνει.

Όμως ο άυπνος,
που το σακκίδιο αγοράζει
ξεγυμνωμένος στο κατάστρωμα
το ευτελές φορτίο του
στη θάλασσα πετά.
Φτάνει στη χάρη της απάλαφρος,
γιομάτος τα κατεβαίνει.


* * *


Ο ΑΡΜΟΣΤΗΣ


Αφημένος στην αιώρα του
ο γηραιός αρμοστής ψυχαγωγείται
με σκυλιά, που τα ’μαθε να παίζουν
με γατιά, που χαϊδεύουν τα πουλιά
στις φυλλωσιές του πάρκου.
Τον βασανίζουν όμως οι μνήμες
ζοφερές, των ημερών που κραταιός
διέταζε σιγή
στους χώρους των κουρείων. Τότε,
που σε παροξυσμό σκληρότητας,
επέβαλλε φόρους στ’ ακόλουθα
υγρά: κλάμα, σπέρμα ή κολπικά.
Παθητικά αιωρούμενος αμνηστεύει
απαγορευτικά διατάγματα, ανακαλεί
και ώρες τρυφερότητας, τότε π.χ.
που ντύθηκε υπήκοος κι έπαιξε
πίγκοου στη λέσχη των υπαλλήλων.
Τώρα, χαρά του υπέρτατη στη σχόλη,
η ποίηση των Νεοελλήνων,
που ανακάλυψε απρόσμενα
σε κάποιο ταξίδι αναψυχής.
Προς τούτο, δε, επαναπατρισθείς,
αγόρασε ποδήλατο
με ύστερη επίγνωση του γεγονότος,
πως η αρχή κάθε χρηστής διοίκησης
είναι η ομορφιά της κίνησης
στίλβοντος ποδηλάτου.


* * *


Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ


Μαντατοφόρος υπό κράτηση
σε κήπο, μαργαρίτα
τα χρώματα του μύθου σου
φωτογραφίζω
για λεύκωμα κρυφό
σ’ αναμονή της καταδίκης
μαργαρώ,
σώσε με να χαρείς το άσπρο σου
της αγνοίας.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

[157] Δημήτρης Αγγελής: Επαληθεύοντας τη νύχτα (Ευθύνη, 2011)


www.facebook.com
1989
[δύο αποσπάσματα]


 η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή
σαν ένας πένθιμος βωμός εγκατεστημένος στο δωμάτιο χρόνια
      – μία φωτιά
που δεν ζεσταίνει, μόνο φωτίζει
                                                   αχνά
μέχρι τις δύο πολυθρόνες και πιο πέρα το ξέστρωτο τραπέζι με
      τα ψίχουλα,
και τ’ αποφάγια σωρό (όμως λείπουμε χρόνια)  – ξοπίσω τους
      απλώνεται
πηχτό κι επίβουλο σκοτάδι
όλο τριξίματα και μία μόνιμη ηχώ από πνιγμένες κραυγές εκεί
      που πάτησε η μνήμη
μιλώντας για θαλάμους λαϊκών σανατορίων, Καψαλώνα κι Άι
      Γιάννη,
ονειρικούς σιτοβολώνες, εργοστάσια με τα πνευμόνια πίσσα, εκ-
      τοπίσεις σε παγωμένα τοπία,
μιλώντας για το πλήθος που κατέβηκε πανικόβλητο τα σκαλιά
      διαδηλώνοντας την αγάπη του και δεν ξανανέβηκε
για τη λαχτάρα μας να λατρέψουμε καταποντισμένους θεούς,
      ίδιους με τους θλιβερούς εαυτούς μας

                                                                              – διαφημίσεις

πάγωσε η οθόνη, πάγωσε το διαμέρισμα
σα να ξέχασε κάποιος την πόρτα ενός νεκροθαλάμου ανοιχτή
κι αυτή η χαραμάδα έγινε ένα τείχος που πέφτει
και τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι δραπετεύουν διαμιάς από την
      ιστορία
κρατώντας αναμμένα κεριά σα να γυρίζουν απ’ την Ανάσταση
φορώντας ντρίλινα, σαρακοφαγωμένα πουλόβερ, σέρνοντας βια-
      στικά ετοιμασμένες βαλίτσες, το κλουβί με το ψόφιο κανα-
      ρίνι  – σκέφτονται
λεωφόρους στη Σιβηρία με μοναχικά βενζινάδικα την αυγή, κρύο
      και ματωμένες σημύδες
το κουδούνισμα του τηλεφώνου που αντήχησε στους τσιμεντένιους
      τοίχους του ψυχιατρείου, κανείς δεν το σήκωσε κι έμειναν με
      την απορία μήπως τους γύρευε ο Σταυρόγκιν  – σκέφτονται
κομματικούς ποδηλάτες να περνούν κάτω απ’ τα κομματικά
       παραθυρόφυλλα με τα κατακόκκινα κομματικά τους γεράνια
αποκεφαλισμένες εκκλησιές με τους κωδωνοκρούστες τους απα-
      ρηγόρητους
διαγγέλματα στο ραδιόφωνο, αήττητα σοβιέτ, να ξυρίσουν τον
       Στάλιν
και τον άνεμο πάντα να σέρνει εφημερίδες του ’36 στον χωμα-
      τόδρομο  – «όπως τότε»

[...]

                                                                              – power off
                                                                              αντί μιας συγγνώμης

σκοτείνιασε το δωμάτιο επαληθεύοντας τη νύχτα που τον κατέχει
αντί πείρας απειθάρχητα γηρατειά, αντί σοφίας οι αλλεπάλλη-
      λες σκοτοδίνες της μοναξιάς του
απ’ όπου κάθε λίγο αναδύονται με όλη τη μυθική τους αχλύ
οι άλλοτε ς ιερές Βαβυλώνες του  – εκεί είδε
τα λάβαρα απ’ τα μαγιάτικα οδοφράγματα παρατημένα στον
      τοίχο, μέχρι κι ο ίσκιος τους είχε σπάσει
συνθήματα γραμμένα πάνω σε άλλα συνθήματα σε παλίμψηστους
      τοίχους που μοιάζει να τους βαστούν όρθιους μόνο τα γράμ-
      ματα
κι έτσι όταν έχει πανσέληνο απομένουν τα κτήρια σκέτες προ-
       σόψεις σαν κινηματογραφικά σκηνικά  – κι ακόμα είδε
στις υποτυπώδεις αυλές τους απλωμένα στο σύρμα να στεγνώ-
      νουν τα ματωμένα πουκάμισα όμοια με δέρματα ζώων
κι ανάμεσα στις τσουκνίδες με τα σκουπίδια: ένα σκουριασμένο
      σφυρί, τον πολύγραφο και σαν πολυκαιρισμένη σκάφη
την ασημέναι λεκάνη των καθαρμών όπου λένε πως έπλυνε μια
      φορά κι ο Πιλάτος τα χέρια του
κι αν έμεινε το όνομά του στην Ιστορία ήταν για εκείνη
που αποκηρυγμένη τώρα περιμένει τ’ απόγευμα τα παιδιά
να γίνει στα χέρια τους ένα έστω μικρό αλαλάζον κύμβαλο, ν’
      ακουστεί ξανά η φωνή της
«ήξερα μα δεν έκανα τίποτα, εγώ ήξερα», λέξεις-σπόνδυλοι ενός
      άγνωστου αγριμιού
που τη ραχοκοκαλιά του μασουλάνε βαριεστημένοι οι σκύλοι έξω
      από τ’ αρχαϊκά σφαγεία του Γυθείου
την ώρα που μ’ επιδέσμους η νύχτα τον τυλίγει με τις αρρώστειες
      της, εκείνος
τρέχει σε δολερά μονοπάτια, κρατώντας με αγωνία τον πυρσό
      για ν’ ανάψει την τηλεόραση
να φύγουν οι δράκοι με τα γλοιώδη λέπια τους, να φύγουν
γιατί ποτέ τους δεν υπήρξαν εντελώς αμερόληπτοι μαζί του

[...]