Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

[189] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (5/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΤΟΠΙΑ»]


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΝΑΒΟΝΑ


Τί να ζητά τούτος ο λερός νέος
ο θαυματοποιός της πλατείας
που φτύνει τη φωτιά στον αέρα
κι ύστερα δροσίζει τα χείλη του
με το νερό που του πασσάρει
η χθόνια παχουλή συντρόφισσα;

Τί να ζητά τούτος ο νέος
και τί ζητώ κι εγώ
έτοιμος να τον αποθανατίσω
ψαύοντας κιόλας τη μηχανή
στο σακίδιο,
τάλαντο της εφήμερης
στιγμής
κόμπο στην ανεμόσκαλα
του χρόνου;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τ’ αστέρια είναι πολύ μακριά
μας το βεβαίωσαν κι οι αστρονόμοι
τα ζώδια σελαγίζουν πάνω μας
ρυθμίζοντας κρυφά
την ύπαρξή μας.

                                                       Ρώμη, 1979


* * *


ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ


Μεσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα
του σπιτιού
ρέει η σιωπή
σαν το μέλι
στις δίπλες.
Τούτο το σπίτι
δεν ανέχεται τους τρόπους
μιας λαίμαργης φαντασίας
εμέσσει τις προσθήκες
ο πανοσιολογιώτατος
προθάλαμος
λέει κουβέντες
με το κομπολόι
οι πολυθρόνες
είναι για να κάθεσαι
το δάπεδο πατάς μαζί
και το κοιμάσαι
στον ουρανίσκο
της οροφής
αρθρώνεις μυστικά
τα λόγια σου
έξω περνά
και χάνεται
ο κονίσαλος
του χρόνου.


* * *


ΤΑ ΟΙΚΕΙΑ


Τη μαύρη κουνιστή
πολυθρόνα
στο ψηλό και στενό
δώμα
στομωμένες εικόνες
στους τοίχους
δίσκους
τριαντατριών στροφών
εύηχους
πράγματα πού ’χουν
αποστηθίσει
το ’να τα’ άλλο
πάνω απ’ τον θόρυβο
δώθε απ’ το σάλο.

Όλα τούτα τα ξέρεις
κι ακόμη τα φώτα
πάνω απ’ την πόλη
που ανάβουνε πρώτα
τα ίδια πάντα
στην ουρά της μέρας —
ανοίγεις το παραθυράκι
μπαίνει αγέρας.

                                                 Τορόντο, 1975


* * *


ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ



Μες’ στην υπόγεια την ταβέρνα…

Όχι, δεν ειν’ υπόγειο
κι ούτε σερβίρουν
λαδερά
το κλαυθμηρό μπουζούκι
σμίγει τους τόνους του
με την κιθάρα
το πιάνο πάει κι έρχεται
σε τολμηρές ακροβασίες
και χύνεται
νοσταλγικό
τραγούδι
τρέμουν τα δάχτυλα
στο κύπελο
τρέμουν οι ήχοι
στον πυκνόν αγέρα.

Στην κάμαρα του βάθους
(να ’ναι το πίσω
ή το μπροστά του αλόγου;)
ψήνεται μυρωδάτος
καφές
τυρόπιτες προσμένουν
την σειρά τους
δίπλα από τα γλυκά
ταψιού
και μέσα στ' άλλα
τα βιταμινούχα
καμαρωτή
κι η «ματωμένη Ελένη».

Όχι, δεν χρειάζεται κρασί
για να μεθύσεις
η μέθη αιωρείται
στην ατμόσφαιρα
μαζί με των τσιγάρων
τους καπνούς
χωνεύει στις κλειδώσεις
τα μυστικά κοιλώματα
του σώματος
μερώνει τις ψυχές.

Ο Ίππος χρεμετίζει
ηδονικά
μέσα στα τείχη
της καινούριας Τροίας.
 

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

[188] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (4/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΣΤΑΣΙΜΑ»]


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩ


Οι εκκλησιές του Άθω
αυτά τα καθολικά
με τον διακοσμητικό τους
φόρτο
κιβωτοί
όπου λαχανιασμένα
σωρεύουνε οι μοναχοί
όσα τους στέρησε
ο κατακλυσμός
της παραίτησης.


* * *


ΠΡΟΣ ΔΑΦΝΗΝ


Κάθομαι ν’ ανασάνω στους κορμούς
Μ’ αγνάντια μου τις Καρυές
ενώ πιο πάνω τετιγίζει
ηλεκτρικό τρυπάνι.

Τσιγάρα κι αναπτήρας!
Κάποιος τα ξέχασε
ή νά ’ναι ο δάκτυλος
του Άη Φανουρίου;

Ας πάρω ένα
ρίχνοντας συνάμα στο χαρτί
σκέψεις που πρόκειται
να χάσω στ’ αεροπλάνο.
Κάποιες τους, όμως,
Θ’ αναστούν με τον καιρό
σαν τον Λάζαρο
μισοπαράλυτες
στο θάμβος τους.
 

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

[187] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (3/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΙΔΕΟΛΗΠΤΑ»]


Η ΖΩΗ


Η ζωή μας λέει τον καφέ
παίζει τα τέρμινα
σαν βότσαλα
αλλάζει αδιάκοπα
περούκα
είναι μια λύπη
η ζωή
και μια χαρά
σαρανταποδαρούσα.


* * *


ΛΙΘΟΒΟΛΙΑ


Αυτός εδώ λιθοβολεί
κι αυτός εκεί
λιθοβολείται
ο άλλος πάλι
κάθεται
μετράει
τις πέτρες.


* * *


ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ


Στην τρέλα της αλλαγής
νοσταλγούμε το «Εν»
του Παρμενίδη
γλυκά βουλιάζουμε
στην πολυθρόνα της σιωπής
πλάι στο πιστό ρολόι
γράφοντας
τον ίδιο πάντα κύκλο.

Τα πεθαμένα μάτια
του ψαριού
θύματα του χλωρίου
μας ατενίζουν ήσυχα
πέρα απ' την όραση
κι ο πεθαμένος σκύλος
του Σικελιανού
δείχνει στον ήλιο
στίλβουσες
τις οδοντοστοιχίες.


* * *


ΤΟΥΤΗ ΚΙ Η ΧΑΡΗ


Οι καρποί που τινάζουμε
από πάνω μας
εντολοδόχοι αυτοί
μιας μοίρας που μας ξεπερνά
συνεχίζουν την αδιάσπαστη
αλυσίδα.

Σκέφτομαι τον «μυθικό»
(πέθανε πριν να γεννηθώ)
παππού μου
και τον γεννήτορά μου
προδομένους απ’ τον χρόνο
πιασμένους στο δίχτυ
του χώματος.

Σ’ αυτά μπερδεύεται η σκέψη
με την επιμονή ενστίκτου
ενώ πλέουν τα πράγματα
γύρω μας
δορυφόροι ζωής
που μας ξεπερνά.
Μέσα τους σβήνουμε
το τσιγάρο του εγώ
κι η στάχτη που διαλύεται
πιστοποιεί την θεμελιώδη
ενότητα μας.

Τούτη κι η χάρη.


* * *


ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ


Όταν ζουλάς το μπαλόνι
προκαλείς τον αγέρα
θα σου φυσήξει
καταπρόσωπο
το μένος του.


* * *


ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ

                                            Στον Εντ

Ασύλητος ο Τάφος και βασιλικός
περιέχει, ωστόσο, σκοτεινές
γραφές σαν σε παπύρους
που γυρεύουν να γυρίσουν
στο φυτό.

Τον τάφο θα δεις καλύτερα
από πάνω πέφτοντας
σαν αλεξιπτωτιστής
μαλακά ή κάλλιο σταλακτίτης
που παίζει ερωτικά
με τη βαρύτητα.

Μέσα από τα θαμπά κτερίσματα
ιερογλυφικά χαμένου κόσμου
διακρίνεις
σαν συνηθίσουν τα μάτια σου
στο σκοτάδι
τον σταλαγμίτη
που σε περιμένει
υπομονετικά
εδώ κι αιώνες.
 

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

[186] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (2/6)


[από την ενότητα «ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ»]


ΟΙ ΛΑΒΙΔΕΣ


Λαβίδες καιροφυλακτούν
παντού
κινούμενες από ’να αόρατο
χέρι.
Στίλβεις
τις επιφάνειές σου
να μη σε πιάσουν
να γλυστρήσεις
μα να που σε γραπώνουν
δυνατά
και σε κρατούν
μετέωρο
με τα πόδια να παίζουν
στο κενό
σα δαγκάνες
αιχμάλωτου
κάβουρα.


* * *


[από την ενότητα «ΤΑ ΤΕΡΠΝΑ»]


ΜΙΝΩΙΚΟ, II


Στα γράμματά σου
μοσχοκάρφια της απουσίας
θ’ αποκριθώ
μονάχα με στίχους
που δε θα σου στείλω
αφού θα ’ναι γραμμένοι
μινωικά.

Όχι εσύ
μα κάποιοι αρχαιοδίφες
κάποτε ίσως
τους αποκρυπτογραφήσουν.

Τώρα ο λόγος
σαν να περισσεύει.
Συ μου πετάς μοσχοκάρφια
κι εγώ παλαιώνω
τα δροσερά μου
επιφωνήματα.

Ο κύκλος θα πρέπει
να κλείνει
κάπου αλλού.



Βλ. επίσης παλαιότερη ανάρτηση: [12] Γιώργος Δανιήλ: Τα αδιέξοδα και Τα τερπνά (Εγνατία, 1980)

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

[185] Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984) (1/6)


[από την ενότητα «ΠΟΙΗΤΙΚΗ Ι»]


Ο,ΤΙ ΠΕΡΑΣΕ


Ό,τι πέρασε δεν χάθηκε
κρέμεται εκεί
στον αέρα
αθέατο

έτοιμο
να υλοποιηθεί
γαλακτερά
σαν ούζο
απ’ το νερό
της μνήμης.




* * *


Ο ΚΛΑΥΣΙΓΕΛΩΣ


Όλο να γίνω σοβαρός
λέω
μα πάντα ξετρυπώνει
από ρωγμές
κι από γωνιές
ο κλαυσίγελως
μερικών
αιώνων.


* * *

Η ΜΕΔΟΥΣΑ


Ο πόθος σου
σε θέλει αναχωρητή
μην σε πετρώσει
η Μέδουσα
της επιτυχίας.



* * *

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ


Ανεπίδοτα γράμματα
μπορείς και ν’ ανταλλάξεις
μετόχια ερωτικά
μπορείς και να εκποιήσεις
χαμόγελα μπορείς
να θησαυρίσεις
σε ψύχραιμα
λευκώματα.


* * *

ΠΟΙΗΤΙΚΗ


Ας είναι, οι μεταφορές σου
τολμηρές σα διαστημόπλοια
μα και κοινές σαν τον πονόδοντο
ή σαν την τέρψη της πορτοκαλάδας.

Άσε της φαντασίας το καμιόνι
να τρέξει τις μεγάλες αποστάσεις
μα μάθε να γυρίζεις στο κορμί σου την πηγή
εξαργυρώνοντας τα κέρματα της αγωνίας
τον καλικάντζαρο της μέσα σου ενοχής
φιλιώνοντας με σπιτικά κουλουράκια
κρατώντας την αγάπη στο τέλος.
 

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

[184] Σάββας Παύλου: Γραμμή Τόκυο – Μυκήνες (Κουκκίδα, 2014)


ΣΑΝΤΣΟ, Τ’ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ


Πολύπλοκο, δυναμικό, ο Σάντσο
κι ο Κιχώτης, σύστημα Κυβερνητικής.
Είσοδος της πληροφορίας: ένα μάτσο
μπιτ φτάνουν στο ζεύγος γης ισπανικής.

Στο ρίσκο, στους μύλους, –«να φύγουμε» ο ένας
σπαθί και –«τ’ άλογό μου» ο άλλος –«μπρος!»,
χωριάτα η κόρη για τον πρώτο, χρυσής χτένας
είν’ τα μαλλιά της για τον Δον, κι είναι γαμπρός.

Ανάδραση με διαφορά μα η συνισταμένη
ένας μύθος πλήρης όσο και παλιός
μια σαντσοκιχώτεια μίξη

πικρή για μας που η ύπαρξη θα μένει
πάντα μισή, ή έτσι ή αλλιώς,
για το λειψό αυτό που όλο και να! θα μας χιμήξει.


* * *


ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
«ΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΚΛΕΨΑΝ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ»


Κάθε κλοπή χαράζει μια γραμμή:
από δω ο χαμένος· αυτός που κέρδισε από κει.
Πάντοτε ήταν έτσι
σε κάθε τόπο σ’ όλους τους καιρούς.
Όμως ο κλέφτης κάποτε
οδηγημένος από χέρι μυστικό
αρπάζει το μπουφάν του ποιητή Υφαντή.
Η διατέμνουσα γραμμή χαράχτηκε και τώρα
ο κλέφτης που κερδίζει ένα μπουφάν
ο κάτοχος που έχασε.
Μα ο ποιητής γράφει ένα ποίημα γι’ αυτό.
Και κερδίζει η πολιτεία όλη.
 

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

[183] Γιάννης Κοντός: Στο γύρισμα της μέρας (Κέδρος, 1992)


www.toposbooks.gr
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ  ΣΕ ΣΤΟΑ


Στα βλέφαρά μου έχω ακόμη
τη Νέα Υόρκη, ένα σκουπιδάκι.
Χρόνια περνάω αυτό το τούνελ.
Μπαίνω έφηβος και στην έξοδο
είμαι γέρος, ή το αντίθετο.
Χιλιάδες μέτρα ταινίας
με τυλίγουν και με ακολουθούν
στη ζωή μου.
Πέρυσι, βαδίζοντας και κοιτώντας
το αργό φως της εξόδου, ήτανε
σαν ξύπνημα με γεύση πικροδάφνης
στον ουρανίσκο και ένα λαιμό
δίπλα μου να πάλλεται.
Πολλές φορές τα σκουπίδια
φράζουν την έξοδο
και βρίσκομαι στην αίθουσα.
Έξω η φωτεινή επιγραφή αναβοσβήνει,
αστυνομικοί πυροβολούν, ακούγεται
σειρήνα. Ο αθώος ληστής κρύβεται
στην κόχη του κτιρίου,
και τα σύννεφα περνάνε μαύρα
και απειλητικά.


* * *


ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΟΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ


Δεν μπορεί, τα σκοτάδια και η επαναλαμβανόμενη
ιστορία του προσώπου σου, αυτή η ησυχία
των λέξεων μέσα από τις άγνωστες γωνίες
των χεριών, δεν μπορεί, θα μας σώσουν.
Θέλω να πω ότι είμαστε σε μια σκακιέρα,
όπως στα εξώφυλλα των παλιών αστυνομικών
μυθιστορημάτων. Μέσα στις σελίδες, τις ώρες από
τις δύο έως τις πέντε μετά μεσημβρία, ο πληθυσμός
χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες ή ομάδες:
η μία κάθεται πλάι στο τζάκι και κοιτάζει
τη στάχτη. Η άλλη κοιμάται προσπαθώντας
να εντοπίσει τα όνειρα των άλλων.
Η τρίτη αγναντεύει στη λίμνη του κωπηλάτες
σφυρίζοντας ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού.
Όλοι όμως αναστενάζουν με μαύρο καπνό
για τις εκλείψεις της σελήνης και τη χαμένη
νεότητά τους. Ενώ ο καιρός μπήγει νύχι στο κρέας.
Η πόλη, καφέ από το θειάφι, ξεκουράζεται,
προτού αρχίσει να γυρίζει γύρω από τον άξονά της.
Ο δολοφόνος ανενόχλητος σημαδεύει
το επόμενο θύμα, χαμογελώντας στις κάμερες
της τηλεόρασης. Ενα φως μοβ του σφαγείου
φωτίζει την περιοχή και σπασμένοι καθρέφτες
γύρω αυξάνουν τις εικόνες και την αγωνία
των παρισταμένων.


* * *


ΟΙ ΑΠΩΛΕΣΘΕΝΤΕΣ


Κάθε μέρα στην πόλη μας
χάνονται ένας με δύο γέροι.
Όπως περνάνε το δρόμο,
κάτι τους τραβάει, ένα άλλο
μαγνητικό πεδίο, και πηγαίνουν
αντίθετα από το σπίτι.
Με σκυμμένο κεφάλι,
τσαλακωμένο γιακά,
παραμιλώντας και τρεκλίζοντας
σαν μαγεμένοι, κλείνουν ελλειπτικά
το πλάνο της μέρας και της ηλικίας τους.
Το χιονισμένο φεγγάρι
κρέμεται από πάνω τους,
όχι απειλή, αλλά υπόσχεση.
Το τοπίο κάθεται ήσυχα
στο μάτι τους. Μουσικές
τρέχουν μαζί με νερά.
Προχωρούν λίγο ακόμη
και είναι πια αλλού.
Επιμένουν όμως να μάθουν.
Γυρνάνε τυχαία ένα διακόπτη
και ξεχύνεται μπροστά τους
η Αγία Πετρούπολη, η παλιά,
των μυθιστορημάτων.


* * *


Ο ΑΝΑΤΟΜΟΣ


«Δεν τον φοβάμαι το χρόνο»
μου είπε ο χασάπης
κόβοντας, λιανίζοντας, κρεμώντας.

«Δεν πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
εδώ, στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα.»
Με κοιτούσε σκουπίζοντας
τα ματωμένα χέρια
στο άσπρο της ποδιάς.

«Το σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
Όλη τη νύχτα ψαρεύω
χέλια και φεγγάρια.»
Τραβάει μαχαιριά
– ευθεία σαν σιωπή –
και αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.

«Τα μεσημέρια, όταν βρέχει,
ζωγραφίζω το ίδιο τοπίο.»
Ξεχωρίζει συκώτια από εντόσθια.

«Διαβάζω και ποιήματα.
Μια φορά διάβασα Χαίλντερλιν.»
Του ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
Έσκυψε, την πήρε και την κρέμασε
μαζί με τα άλλα.

                                                               Αύγουστος 1989 - Ιούνιος 1992
 

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

[182] Δημήτρης Κοσμόπουλος: Κατόπιν εορτής (Ερατώ, 2014)


www.biblionet.gr
Ο ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ 1895
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ


Βλέπω τα βουτυρόπαιδα να γράφουνε ρετρό σονέττα
καθώς να πλέκουνε σεμαίν οι κορασίδες.
Θα σου το ειπώ, ακόμη μία, νέτα-σκέτα:
Δεν γίνονται σ’ όλους, λέξεις οι Ατθίδες.

Σου το ’χα ειπεί στο «Αχ-Βαχ» και στο «Άμα Λάχει»
– κυρίως στο καρβουνάδικο του υλοτόμου –
πως, κάμε υπομονή, κι όπως και να ’χει
να τραγουδάς «μεγάλος πειρασμός ο εαυτός μου».

Doctores philosophiae et omnium rerum
(Utilium), χάσκουνε με γουρλωμένα μάτια,
μπροστά σε μίμους φωνασκούς. Δεν ξέρουν,

τα δάση μες στη θάλασσα και του βουνού το ψάρι.
Βλέπω καλώδια κι ιστοτόπους με φωτογραφίες
νεκρών που επιμένουν ότι η ήρα είναι το στάρι.

Βλέπω να πνίγεσαι, σε βλέπω δίχως φράγκο,
σ’ ένα ντοβλέτι που το ρήμαξεν η φύρα.
Ξαναγυρνώ στους κοιμηθέντες. Τον σκοπό μου σφύρα.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

[181] Παναγιώτης Κερασίδης: Ηχείο ανάσας (Καστανιώτης, 1995)


www.biblionet.gr
Γυρίζει πλευρό
προσπαθώντας με μουδιασμένο σώμα.

Πιάνει το σφυγμό του και ξυπνά.
Λάμπουν εικόνες κομματιασμένες
η μία μέσα στην άλλη.

Δεν είναι τ’ όνειρο. Είναι μία ζωή
που αυτός λείπει στις μαγικές οθόνες
που σχηματίζονται ερήμην του ξανά.

Έξω οι όρκοι βγαίνουν
βλέμματα ζεστά
χωρίς προορισμό.
Γεράματα βαθιά.
Γεράκια που κουράστηκαν.

Πουλιά που φεύγουν διασχίζοντας
δίχως να σκίζουν τίποτα.


* * *


Σιδερώνουν οι τυφλοί τα ρούχα τους καπνίζοντας.
Με χέρια καμένα ανοίγουν τα παράθυρα.

Τεντώνουν έξω το λαιμό
ξεχασμένες μελωδίες.
Παραπατάνε στην τάξη του χρόνου. Χορεύουν.

Βλέμματα σκόνης που εκπέμπουν
τα βήματα και τα μάτια των ζώων
Όταν ξυπνάνε και γλείφουν το άγνωστο.

Οι κραυγές χαράζουν τη φυγή.
Ζωηρή πηγή καυτής κι αθέατης πληγής.

Δροσίζεται που κλαίει, όπως λένε.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

[180] Γιώργος Χριστοδουλίδης: Ονειροτριβείο (Γαβριηλίδης, 2001)


www.poiein.gr
ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ


Με τα χέρια ταξιδεύουμε στο μέλλον
στο πρόσωπό μας
η αφή ενός άγνωστου δέρματος.
Αγαπημένα πράγματα
στη δίνη του χρόνου.
Ο καθρέφτης φτύνει
σκουριασμένα χαμόγελα.
Ασύλληπτοι κραδασμοί
ηχούν από παντού
φωνές άλλων εποχών.
Από την απέναντι λεωφόρο
οι βάρβαροι
που άλλοτε κραδαίναν ακονισμένα σπαθιά
με διαφημιστικές πινακίδες
τώρα θριαμβεύουν.


* * *


ΘΑ ΠΕΝΘΗΣΩ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Θα πενθήσω αργότερα
όταν εσύ που τώρα κλαις
θα γελάς στην αγκαλιά κάποιου δανδή,
Θα πενθήσω αργότερα
όταν όλοι θα διάγουν μέρες χαράς
με εκδρομούλες
και γουίκεντ χαλάρωσης.
Θα πενθήσω αργότερα
τότε και μόνο τότε
όταν ένας ένας οι βράχοι
που κλείνουν το στόμιο της ψυχής
μετακινηθούν
κι οι νυχτερίδες με ορατά ακόμη
στα απαίσια ράμφη τους
τ’ απομεινάρια της σάρκας,
απέλθουν.
Θα πενθήσω αργότερα
στο περιθώριο ίσως κάποιας εθνικής επετείου
όταν οι ίδιες φάτσες θα δέχονται και θ’ αποδίδουν τιμές
στους ήχους των παιάνων και των εμβατηρίων.
Θα πενθήσω βουβά
βουβές πληγές από πισώπλατα μαχαιρώματα
προσωρινούς χωρισμούς που γίναν μόνιμοι
απώλειες άδικες μα κι άδικες παραμονές.
Θα πενθήσω αργότερα
στο μυστικό μου απομονωτήριο
εσάς που περάσατε και φύγατε για πάντα
δίχως να καταλάβετε την ωραιότητα της ασχήμιας
και την ασχήμια της ωραιότητας.
Θα πενθήσω αργότερα
μικρούς θανάτους
κι ωφέλιμες καταστροφές
τα καλώς συντελεσθέντα
μα και τα όνειρα
που έμειναν τέτοια.


* * *


ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ


Περνούσε η πομπή αμίλητη
ευπρεπώς πένθιμη.
Πού και πού σποραδικά αναφιλητά
έβρεχαν
το ξεραμένο χείλος του νεκροταφείου.
Ήτανε Μάης – ανήσυχος κι ανόθευτος.
Ο ήλιος
αυτός ο μεγάλος ανυποψίαστος
έφεγγε, έφεγγε
στ’ ακονισμένα δόντια
των κληρονόμων.


* * *


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ


Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.

Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.


* * *


ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ


Μπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον Ιούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο –έστω–
να μην Τον αρνηθεί.