Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

[149] Θάνος Γώγος: Μεταιχμιακή χαρά (Φαρφουλάς, 2013)


www.facebook.com
IV


Τα ερωτικά μου ποιήματα
κολλημένα
σχιζότυπα
πάνω μου
Αντικαθιστούν την αφή
Μένουν πάντα εκτός συλλογής
Και δεν στρέφουν το βλέμμα στο μέλλον.


* * *


XII
(αγγελία δημοσιευμένη στην τοπική εφημερίδα Φωνή,
Απρίλιος 2007)


Μεταιχμιακός νέος, 25 ετών, επιθυμεί γνωριμία με οριακή
κοπέλα άνευ ψυχοθεραπείας. Μέσα από τη γνωριμία τους
ευελπιστεί σε ανάπτυξη συνωμοτικής ερωτικής σχέσης μη ή
χωρίς ναρκισσιστικές άμυνες. Επίσης επιθυμεί την καλλιέρ-
γεια της παράνοιας και ενθαρρύνει την από κοινού συμμετο-
χή τους σε μικροψυχωτικά επεισόδια.

ΥΓ. Θεμιτή είναι εκτός της αποστολής φωτογραφίας, η από-
δειξη παρελθοντικών σοβαρών αυτοτραυματισμών ή έστω η
βεβαίωση μελλοντικής συμμετοχής της ιδίας ως συνοδηγού
σε παρααυτοκτονικά drink ’n drive.


* * *


[από την ενότητα «ΠΟΛΥ ΝΤΕΚΟΡ ΧΕΔΕΡΣ»]


I


Οι άνθρωποι
που γνώριζε
μάκραιναν επικίνδυνα
τα μέλη τους

τόσο πολύ
που δεν είχαν
ανάγκη
πια
ο ένας τον άλλον.


*


IV


Από τον ουρανό που φλέγεται
Μέχρι τη στιγμή που κοιμάται
Ένας κόσμος δεν θα είναι ποτέ αρκετός
Κι αφήνει τη φωτιά
Να προσαρμόσει πάνω μας
Όπως μια έρημος
Αγκαλιάζει δυο λουλούδια και τα πνίγει.


* * *


[από την ενότητα «Η ΑΒΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ»]


ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΥΤΑ


Θεός είναι
το μαρκάρισμα του αιδοίου

Η βελούδινη
γαλάζια
λέξη

Καθώς παραχαράσσει
ατσάλι
από τις νύκτες

Θεός είναι
ο μασκοφόρος τιμωρός

Απαλλαγμένος από τον έρωτα και τη λογική σου
«απαλλαγμένος από τον δρυοκολάπτη»

Είναι
αίρεση

Τα αλουμινένια διηνεκή μου δόντια

Χωρίς
φύλα

Όταν κόβουν τις ώρες απάνω σου γυμνές
στην ύστατη προσπάθεια να καταλάβεις

Ο Θεός βρίσκεται
αυτοφυής

Έτοιμος για ολική επανεξέταση του προϊόντος.
 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

[148] Νίκος Φωκάς: Προβολέας στα μάτια (Κρύσταλλο, 1985)


www.efsyn.gr
ΚΑΦΕ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ


Έλα φίλε στο ‘Λιλή Μαρλέν’ για καφέ·
Κι αν η μέρα δεν έχει φως
Εξαιτίας του νέφους ας το υποθέσουμε·
Κι ας αναβαθμισθεί η συνάντηση σε γεγονός μεγάλης
          σημασίας
Σε μυστικό πανηγύρι πίσω από μια συμβατικότητα.

Ας πάρουν αξία γερμανικής κατοχής για σήμερα
Κι ο καφές κι η παρέα· κι ας γίνουν υπόθεση εσωτερική
Για την οποία μάχεσαι μ’ όλες σου τις δυνάμεις
Σαν τότε για την άλλη υπόθεση
Με βάθος τα βουνά – μια πλάγια μνήμη.

Με τα χρόνια που πέρασαν παρόντα τώρα μέσ’ στην
          ώρα αυτή
Και τυχαίες γύρω πνοές αρωμάτων
Που ζητούν να πάρουνε πρόσωπο
Ας κοιτάξουμε τον κόσμο μ’ έναν έρωτα καινούργιο·
Κι όπως το ισχνό τριγύρω φως θα μοιάζει συνωμοτικό

Ας γίνει η συνάντηση τούτη μια νέα συνωμοσία
Ενάντια πια στον ίδιο μας το θάνατο κι ας έχει
Την ένταση συνωμοσίας πριν απ’ την τοιχοκόλληση
Πριν απ’ την ανατίναξη·
Ας είναι μια παρανομία σαν τη ζωή την ίδια.

Έτσι ας είναι φίλε: μια πράξη αθόρυβη αλλά αναρχική
Μπροστά στον έσχατο όπως τότε κίνδυνο έστω και
Σ’ αυτό το τυπικά μεταπολεμικό
Στέκι με τη γερμανική του ονομασία –
Τόπο της εκτέλεσής μας ίσως που από τότε εκκρεμεί.

                                                                                        1983
 

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

[147] Γιώργος Βέλτσος: Σύμβολα (Πλέθρον, 1993)


www.biblionet.gr
ET IN ARCADIA EGO


Δεν βρέθηκα ποτέ στην Αρκαδία
κι ας πήγα με το όνειρό μου,
όχημα ενός άλλου δρόμου
στους σώματός μου την επόμενη κηδεία.

Η αρχαία επιγραφή στο μνήμα
που δείχνουν με το δάχτυλο οι ποιμένες
το et συμμετοχής σαν στίγμα
απόπλου γι’ άγνωστους λιμένες

μιας θάλασσας υπόγειας που εμμένει
τη λήθη του ego να αποστέλνει
σήμα αφίξεως σε κάποια γλώσσα ξένη.

Παράξενο, μ’ ένα πρωθύστερο συντακτικό να φτάνεις
εκεί που έχεις γράψει πριν πεθάνεις.
 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

[146] Διονύσης Σαββόπουλος: Δέκα χρόνια κομμάτια (Lyra, 1975) [μουσικό άλμπουμ]


musicstorytelling.blogspot.com
ΟΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ (ΑΜΝΗΣΤΙΑ ’64)


Κοράκου χρώμα τα μαλλιά  κι ασπρίσανε
απ’ τη μεριά  της εξορίας γυρίσανε

Το σπίτι αδειανό,  σβησμένη η φωτιά, ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός, η μάνα δε ζει  κι ένα πουλάκι λαλεί

Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί
νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι, να η φωτιά, να η ζωή

Πατέρας γιος πρώτη φορά φιλήθηκαν
γνώρισε ο κόσμος τ’ άσπρα μαλλιά, θυμήθηκαν

Σπαθίζει τις πίκρες ήλιος λαμπρός, στους δρόμους γιορτή
τραγούδια ανεμίζει πλήθος λαός κι ένα πουλάκι λαλεί

Το σπίτι αδειανό, σβησμένη η φωτιά, ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός, η μάνα δε ζει κι ένα πουλάκι λαλεί

Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί
νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι, να η φωτιά, να η ζωή


* * *


Η ΠΑΡΑΓΚΑ


Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα
κι εσύ μιλάς σαν πτώμα

Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια ζητάει και λαχεία
κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία

Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί
στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμιση δραχμή

Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.


* * *


Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΑΣΛΑΝΗ


Τη νύχτα αυτή η αστυνομία
μάζεψε τους αλήτες απ’ το πάρκο
πλάκωσε το εκατό
κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα
φύγε φύγε όσο έμεινε καιρός
γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα
πώς βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός
και το στόμα σου φαρμάκι απ’ τα τσιγάρα
το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ’ τα τζάμια

Απ’ όλα τα τραγούδια
αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά
η ζωή μου έχει αλλάξει
κι έτσι τώρα δε με ζαχαρώνουν πια
το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω
σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό

Όταν πέφτει το σκοτάδι
στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν
την αλήθεια ποιος θα μάθει
ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν
η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά
στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν
και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά
και το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι

Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου
Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
το καλοκαίρι έχει τελειώσει
από καιρό έχει τελειώσει
τι ζητάς
στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά
κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια
μετανάστες ξαναγύρισαν εδώ
τρομαγμένοι φεύγουν απ’ τη Γερμανία
την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ

Μην κοιτάς τους στρατιώτες
στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί
μου θυμίζουν επεμβάσεις
μου θυμίζουν δυσκολίες γιώτα χι
την θυμάμαι ένα κάμπο να διαβαίνει
στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει
η συννεφούλα μου κερδίζει το παιχνίδι
τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλίδι
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή

Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω
τα ορφανά μου που κρυώνουνε
μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό
που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει
όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό
στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό
οι γιατροί δε μας δίνουν σημασία
βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία

Η μποτίλια έχει αδειάσει
του μπάρμπα Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει
κι απ’ το πάρκο μέχρι εδώ
η σειρήνα του εκατό
ακούς ουρλιάζει
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
κι ο Τσιτσάνης μ’ ένα γιάλα με προγκάρει
αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά
δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις
αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες μια φορά
όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις.


* * *


ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ


Κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει
είναι που ονειρεύομαι σαν το Καραγκιόζη
φίλους και εχθρούς στις φριχτές μου πλάτες
όμορφα να σήκωνα σαν να ’ταν επιβάτες

Λευκό μου σεντονάκι λάμπα μου τρελή
ποιο φορείο θα μας κουβαλήσει
βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
που δεν έχει σώμα να ψηφίσει

Σαν κουκιά μετρώ τα λόγια του καμπούρη
πίσω απ' το λευκό πανί μέσ’ απ’ το κιβούρι
μα όσο κι αν μετρώ κάτι περισσεύει
τρύπια η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει

Λευκό μου σεντονάκι λάμπα μου τρελή
κόκκινο αυγό ή καρναβάλια
μέσ’ από την κάλπη τη στατιστική
μας κοιτάει ο χάρος και του τρέχουνε τα σάλια

Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες
κάρα σκουπιδιάρικα φεύγουν οι χειμώνες
αν δεν ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω
έλα στην παράσταση για να σε γιουχαίσω

Λευκό μου σεντονάκι λάμπα μου τρελή
ποια αγάπη τάχα μας φυσάει
βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί
που δεν έχει απόψε πού να πάει.
 

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

[145] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Ενάντιος έρωτας (Κέδρος, 1982)


manosstefanidis.blogspot.com
ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Εκείνο το καλοκαίρι δεν έλεγε να ’ρθεί· κάτι σαν οργα-
σμός που όλο αναβάλλεται μες στη νύχτα. Η γάτα γέν-
νησε δίπλα στ’ αυτί μου έτσι όπως ξαπλωμένη ατένιζα το
μέλλον στο ταβάνι. Τα μωρά της και οι φαντασιώσεις
μου έσταζαν αίμα. Έβλεπα τον έρωτα σα μεγάλη αγριό-
τητα: ένα γδαρμένο ζώο και κρεμόταν απ’ το τσιγκέλι.
Ο πόνος κι η ηδονή του, όλα αναίτια. Το μέλλον βα-
στιέται από άλλα κι όχι από κει που δίνουμε τη ζωή μας
όλη. Για τους Κινέζους το μέλλον βρίσκεται πίσω μας.
Όπως όταν ταξιδεύεις και κάθεσαι πλάτη πλάτη με τον
οδηγό. Τότε, το παρελθόν, ο δρόμος που διάνυσες είναι
το μόνο που έχεις μπροστά σου. Και δεν θα δούμε ποτέ
τον οδηγό. Ποτέ δεν θα ’μαστε πλάι στη ζωή ή μαζί της.
Η πλάτη της μόνο θα μας ζεσταίνει την πλάτη για λίγο,
όσο να φτάσουμε.


* * *


ΣΤΟΝ ΚΟΥΡΕΑ


Άσπρο τριαντάφυλλο
η πετσέτα του κουρέα
γύρω απ’ το πρόσωπό σου
που σαν μαμούνι λαμπερό
στα πέταλα καρφώθη.
Τούφες τούφες στο πάτωμα
οι μέρες μου που σ’ αγαπούσα τόσο,
ενώ ψαλίδιζε ο πολύλογος
αισθητικός της κεφαλής
ό,τι περιττό φυτρώνει μες στο χρόνο.
Αχ! και σ’ έκανε ο ασυνείδητος αυτός
ακόμη πιο ωραίο·
γράφτηκε καθαρά η κατηφόρα των φρυδιών
και κάτω απ’ τους νεφρίτες των ματιών
μισάνοιγαν τα άνθη σου, τα χείλια.
Το μαγαζί τυπώνονταν μέσα μου
με κάθε λεπτομέρεια,
σιγά σιγά το τίποτα
που θα ’τανε σε λίγο η ζωή μου
δίχως εσένα,
έμπαινε σουρνάμενο
στον παρφουμαρισμένο χώρο.
Μες στον καθρέφτη γέλασες,
διπλώθηκα στα δύο
που σ’ είχα και θα σ’ έχανα
σαν τη ζωή που σταματάει
κλασική μ’ ένα ψαλίδι.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

[144] Χάρης Βλαβιανός: Υπνοβασίες (Πλέθρον, 1983)


www.kathimerini.gr
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΙ ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ


Όλα ήταν όμορφα τότε.
Ζωγραφιές πάνω στην απάτητη άμμο
έρωτες σε ζεστά καλοκαιριάτικα κρεβάτια.
Όλα ήταν χρώματα κι
ο ήλιος στα ποτήρια μας.
Μας πρόλαβαν όμως και μας οι βροχές
όπως προλαβαίνουν οι αδέσποτες
τα παλικάρια που τρέχουν εμπρός.
Από σίγουροι εραστές
καταντήσαμε πληγωμένοι ακροβάτες
που προσπαθούν να ισορροπήσουν
στο τεντωμένο παρελθόν.

Όλα ήταν όμορφα τότε.
Όλα ήταν φως.
Τώρα ποιος θα προσέξει τις ανταύγειες στα
βρεγμένα μας πρόσωπα
ποιος ακούει τις μελαγχολικές βροντές
στην ακάλεστη μπόρα.

                                                               (Καλοκαίρι 1983)


* * *


ΜΙΑ ΜΕΡΑ


Ένα παράπονο
για μια γυναίκα ξένη
 που γνώρισα ένα πρωί σ’ ένα μουσείο,
γι’ ένα γλυπτό που νόμισα ότι ήταν αυτή,
για μια ζωή που πόθησα μέσ’ απ’ τα χρώματα ενός
πίνακα
για μερικές φτηνές φωτογραφίες
που γέμισαν τους τοίχους
για μια μέρα που κύλησε τόσο άδοξα
χωρίς να θέλω.

                                                                      (Βραζιλία 1982)


* * *


ΦΘΟΡΑ


Σε είδα να βγαίνεις απ’ τον καθρέφτη
κι ήσουν εγώ.
Άνοιξα τα χέρια μου να σ’ αγκαλιάσω,
κάποιος ξένος όμως μπήκε στο δωμάτιο
κι άναψε τα φώτα.
Έφυγ’ η εικόνα.
Έσπασε ο καθρέφτης.
Έμεινα μόνος με τη σκιά μου.


* * *


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

                                                       Στην Κατερίνα

Ερχόταν κάθε πρωί
κι έπιανε τη θέση λοξά απέναντί μου.
Όμορφη,
λίγο απόμακρη
αλλά κάθε πρωί εκεί.
Περνάγαμε τις ώρες μαζί
σ’ αυτή την απέραντη βιβλιοθήκη
ο καθένας μας ονειροπλέκοντας το δικό του σχέδιο.
Ένα πρωί η θέση έμειν’ αδειανή·
κι όλα τα επόμενα φαντάζομαι
αφ’ ότου έφυγα.


* * *


ΕΙΚΟΝΕΣ


Γέμισε ο κόσμος μοναχικούς υπνοβάτες
με γυάλινα μάτια
κι αμήχανα χαμόγελα.
Κάτι σακούλες ανεβοκατεβαίνουν την Ερμού.
Ο πιτσιρίκος του καφενείου
κουρεμένος πειθαρχικά
γελάει αφηρημένα
που του ’μεινε το δόντι
πάνω στο μπαγιάτικο κουλούρι.
 

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

[143] Αλέξανδρος Φωσταίνης: Δεσμοί χώματος (Διάττων, 2000)


www.poiein.gr
ΛΙΓΟ ΝΕΡΟ


Το χθες
φέρνει στο αύριο
λίγο νερό στις χούφτες.

Το σήμερα πάντα διψασμένο.


* * *


8.30


Με τηλεοπτικές διαδικασίες
στα πεδία των 8.30
εκτελείται ο λόγος μας.

Κι ούτε που πρόφτασε να πάει στον πόλεμο.


* * *


ΧΩΜΑ ΜΑΣ


Κι αν σε πατάμε χώμα μας
και ως φαίνεται
δεν σε λογαριάζουμε
να δεις να δεις
μια μέρα θα ’ρθουμε
όλοι στην αγκαλιά σου.


* * *


ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ


Αυτό δεν το χωράει
ο νους του ανθρώπου.

Πήραμε δάνειο μια ζωή
και θα πληρώνουμε
μια αιωνιότητα.


* * *


ΠΟΙΗΣΗ ΙΙ


Κι η ποίηση
αφελής λαφυραγωγός
μιας ασύλητης αιωνιότητας.


* * *


ΜΕ ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ


Παιδιά
πουλέγαμε τα κάλαντα
είχαμε φόβο μη μας πουν
τα είπαν άλλοι.

Μεγάλος πια
σας στέλνω τα τραγούδια μου
με το ταχυδρομείο·
δεν τ’ αντέχω να μου κλείσετε
κατάμουτρα την πόρτα.
Αλλιώς θα τα συνόδευα.
 

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

[142] Νάσος Βαγενάς: Η πτώση του ιπτάμενου (Στιγμή, 1989)


20theatre.wordpress.com
ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ


Φυσάει απαλά. Όμως ο αέρας είναι αέρας.
Ο ήχος του δεν είναι αγγελικές συλλαβές.
Με τρομάζει το πράσινο. Και πολύ φοβάμαι
πως μας βρήκε η νύχτα.

Κι ας είναι ο ήλιος ακόμα στο ζενίθ.
Βέβαια θαμμένος κάτω από βαθιά
σύννεφα. Τα οποία –ειρήσθω εν παρόδω–
μοιάζουν με σύννεφα του Κάλβου.

Ένας θείος μου έλεγε: Με ματώνουν οι δροσιές.
Η λάμψη των κρυστάλλων. Τ’ αερόστατα.
Κι ό,τι έρχεται κατευθείαν απ’ τον ήλιο.
Προτιμώ τα λαμπιόνια.

Ο ήλιος κυκλοδίωκτος... Αυτά
ή κάτι τέτοια με κάνουν
να ξενυχτώ ψηλαφώντας τη χνουδωτή
αράχνη του χρόνου.


* * *


ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ


Κάτω απ’ το σπίτι μου περνάει ο θάνατος
συναχωμένος. Μ’ ένα μελιτζανί
κασκόλ και μια παλιά ομπρέλα.
Συλλαβίζει λέξεις ακατάληπτες:
«Τίποτε δεν χάνεται». «Το τέλος δεν έχει τέλος». «Εν
      το παν».
Κι ακόμη: «Πότε θα σταματήσει αυτή η καταραμένη
      βροχή;».


* * *


ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ


Αυτό που κάνει τη Διομίρα διαφορετική από τις άλλες πό-
λεις είναι πως έχει χώμα αντί για αέρα. Οι δρόμοι είναι
εντελώς θαμμένοι, τα δωμάτια γεμάτα άργιλο ως το ταβά-
νι, πάνω σε κάθε σκάλα βρίσκεται το αρνητικό μιας σκά-
λας, πάνω στις στέγες βαραίνουν στρώματα από έδαφος γε-
μάτα βράχια, σαν ουρανοί με σύννεφα. Δεν ξέρουμε αν οι
κάτοικοι κατορθώνουν νε μετακινούνται μέσα στην πόλη
πλαταίνοντας τις σήραγγες των σκουληκιών και τις σχι-
σμές όπου εισχωρούν οι ρίζες· η υγρασία παραμορφώνει τα
σώματα και τα εξαντλεί. Είναι προτιμότερο να μένουν ακί-
νητοι και ξαπλωμένοι, τόσο πηχτό είναι το σκοτάδι.
        Από εδώ πάνω τίποτε δε φαίνεται από τη Διομίρα. Με-
ρικοί λένε: «Είναι εκεί κάτω», και δε μένει παρά να το πι-
στέψεις. Ο τόπος είναι έρημος. Τη νύχτα, αν βάλεις τ’ αυτί
σου στο χώμα, ακούς κάποτε μια πόρτα να κλείνει.

                                                                            Italo Calvino


* * *


Ο ΑΛΛΟΣ


Περπατάω λαχανιασμένος μες στην ομίχλη. Περπατώ
μέσα από άδειους δρόμους. Σκοντάφτω και πέφτω.
Σηκώνομαι. Περπατάω. Σκοντάφτω και πέφτω.
Τα φώτα χαμηλώνουν ολοένα. Περπατώ.
Κάποιος μ’ ακολουθεί και δεν τον ξέρω.
Κάποιος βαδίζει στον ίσκιο μου και δεν τον ξέρω

Αν σταματήσω σταματά.
Αν προχωρήσω προχωράει.

Ωστόσο περπατάω μες στην ομίχλη. Περπατώ:
ένας βαρύς λαχανιασμένος ίσκιος.
Τα φώτα χαμηλώνουν ολοένα. Περπατώ
πίσω από κάποιον άνθρωπο που δεν τον ξέρω.
Πίσω από κάποιον άνθρωπο που σκοντάφτει και πέφτει.
Σηκώνεται. Περπατάει. Σκοντάφτει και πέφτει.

                                                                        Octavio Paz
 

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

[141] Γιώργος Χρονάς: Κατάστημα νεωτερισμών (Οδός Πανός, 1997)


www.bookbar.gr
ΟΝΕΙΡΟ

Νομίζω πως όλα γίνονταν μπροστά μου
εικόνες που τις έβλεπα
μέσα σε καταχνιά
άνθη και κρίνα μαραμένα από τον άνεμο
του θέρους
Ένα αγόρι που παραπονιότανε
πως έχει πυρετό,
θερμοκρασίες πάνω στο δέρμα
πετσέτες με υγρά στο μέτωπο.
Κολυμβητές που μοιάζαν με ποδοσφαιριστές
Φωνές που δεν φτάναν στην απέναντι ακτή
και ταβέρνες δίχως πελάτες.


* * *


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ


Η ταξιθέτρια πάντα ξέρει
το τραγούδι του φινάλε
κι ενώ πέφτουν τα γράμματα
του τέλους στην οθόνη
ανοίγει διάπλατα τις πόρτες.
Η υπόθεση του έργου
οι πιο μεγάλες σκηνές
τα φαντάσματα του παρελθόντος
οι αλήθειες που συγκινούν
έχουν σβύσει.
Τα φώτα του δρόμου
τώρα δείχνουν το νέο έργο
κάτω στις πλατείες, στους άδειους κήπους.


* * *


ΦΙΑΛΕΣ ΥΓΡΑΕΡΙΟΥ


Άγνωστη είναι η ώρα
που τελειώνουν οι φιάλες υγραερίου
κάτω απ’ τα κλειστά παράθυρα
δίπλα στους ασφαλείς φεγγίτες.
Αφήνουν την τελευταία τους γαλάζια φλόγα
χωρίς να προειδοποιούν
κι έπειτα σκότος.
Ψύχος μες στα υγρά δωμάτια.
 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

[140] Άνθος Φιλητάς: Σύννεφα (1937 [1984])


ellinismoskaiellines.blogspot.com
ΘΕΤΙΚΟΤΗΣ


Ψώριασαν τα φτερά των παγωνιών.
Η εντύπωση συστέλλεται.
Η όραση διαιστάνθηκε την κρίση· ιδού
το μέρος που ρεμβάζουν οι αναμνήσεις.
Ο δρόμος ανηφορικός.
Η σήμανση των ωρών.
Χέρια νεκρών διευθύνουν τη γραμμή.
Ο Μάιος υποκρίθηκε.
Δυο σκιές μαδούν τις υποσχέσεις.
Αρνητικό φιλί.
Ζωή μ’ αντίστροφο σημείο.
Σταυροί τα (-)
Η υπομονή αντιστράφηκε. Ω άνθρωπε,
η σφαίρα οι κρόταφοι και το ημικύκλιο,
οι πρωταγωνιστές του (+)
της θετικότητας.
 

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

[139] Γιάννης Κοντός: Τα απρόοπτα (Κέδρος, 1975)



www.lifo.gr
[από την ενότητα «ΤΟ ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΖΩΟ»]


ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ 1972


Οι λέξεις κύλησαν από το στόμα.
Σβήσανε μες στο σκοτάδι.

Κοιτάζεις την άλλη μεριά τού σήμερα
και

το άγαλμα του ποιητή σηκώνεται
ζεστό ακόμη, τινάζοντας το χώμα από πάνω του.

Τώρα κατεβαίνει τη Σταδίου
γελώντας δυνατά.

(Οι αρχαιολόγοι – οι τυμβωρύχοι
το ’βαλαν στα πόδια βρίζοντας.)


*


Η ΣΚΑΛΑ


Όπως κατεβαίνεις σκάλα βαθιά
που τρίζει και το σκοτάδι
είναι υγρό και κολλάει πάνω σου.

Άξαφνα
παραπατάς.
Γκρεμίζεσαι.
Γύρω πορτοκάλια, ρολόγια και άλλα
είδη καθημερινής χρήσεως.

Ανάβουν φώτα και φωνές
από διάφορες μνήμες.

Μακριά ακούγεται σειρήνα.

Βέβαια δεν έρχεται κανείς.


* * *



[από την ενότητα «ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ»]


Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΗ

                                 στον Τάκη Σινόπουλο

Το άλλο δωμάτιο είναι χώρα μακρινή.
Έχει ήλιους, δάση και ποταμόπλοια ευτυχισμένα.
Το άλλο δωμάτιο είναι μια χαράδρα
στο μυαλό μου.
Κάνω να πάω σ’ αυτό και βρίσκομαι εδώ.
Εδώ χωρίς αναπνευστική συσκευή
στριμωγμένος με τα έπιπλα και τα βιβλία.
Το ποτάμι σπάει τις πόρτες
και φέρνει μέσα τους νεκρούς των βαλκανικών πο-
       λέμων.
Άγρια σλάβικα τραγούδια τρομάζουν τα μάτια μου.
Εσύ υπάρχεις βέβαια και κοιμάσαι την άλλη ζωή
       σου
σχεδόν πεθαμένη και πολύ αγαπημένη.
Αεροπλάνα διασχίζουν την οροφή
και ρίχνουν αγγέλους – μαζί πετούν
και τον Γκεβάρα στον κήπο –

Πετάγομαι έξω τρέχοντας και μια αχτίδα ήλιου
με καρατομεί, λες και είμαι ο προδότης.


* * *



[από την ενότητα «ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ»]


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ


Βουτάς τις λέξεις στο μελάνι
και μετά τις καταπίνεις βουβά
– να πάνε στο διάβολο να ησυχάσεις –

Κατεβαίνεις στο πηγάδι.
Ένα κόκκινο άλογο
τρέχει αλαφιασμένο
γυρεύοντας νερό.
Ψηλαφίζεις τη γυναίκα.

Από πάνω ο ουρανός
κοιλιά ψαριού γλιστράει.

Ο χρόνος σπάει τις πόρτες
και βγαίνει σε μεγάλα συμπαγή κομμάτια.